Διαβάζοντας στην «Καθημερινή» για την αφηγηματική περιήγηση στη Δίκη των Εξι, που επιμελείται ο εξαίρετος Ηλίας Μαγκλίνης, η σκέψη μου πήγε ξανά στις συνέπειες αυτού του δραματικού περιστατικού της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Οχι άδικα, συνήθως επικεντρωνόμαστε στο γεγονός ότι η εκτέλεση των έξι (πέντε πολιτικών, των Δημήτριου Γούναρη, Νικόλαου Θεοτόκη, Γεώργιου Μπαλτατζή, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και Νικόλαου Στράτου, και ενός στρατιωτικού, του Γεώργιου Χατζανέστη) ως υπευθύνων για τη Μικρασιατική Καταστροφή αναμόχλευσε τα πάθη του Εθνικού Διχασμού. Οι αντιβενιζελικοί τη θεώρησαν μια ακραία εκδήλωση της εκδικητικής και αιμοσταγούς εχθροπάθειας των βενιζελικών εις βάρος των επιφανέστερων από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Η συντήρηση του Εθνικού Διχασμού ήταν οπωσδήποτε μια δραματική επίπτωση της Δίκης των Εξι. Ομως, υπήρχε τουλάχιστον ακόμα μία, που παραμένει κάπως παραγνωρισμένη, αλλά που θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως τουλάχιστον εξίσου σημαντική. Με τις εκτελέσεις που έγιναν στο τέλος του 1922, δεν αφαιρέθηκε μόνο η ζωή ανθρώπων, αλλά μια ολόκληρη παράταξη στερήθηκε τη φυσική της ηγεσία. Ο Γούναρης, ο Θεοτόκης, ο Μπαλτατζής, ο Πρωτοπαπαδάκης και ο Στράτος δεν ήταν απλώς τα πιο προβεβλημένα στελέχη του αντιβενιζελισμού. Ηταν οι αδιαμφισβήτητοι επικεφαλής του. Ηταν οι ταγοί ενός πολιτικού οργανισμού που έχασε ξαφνικά (και βίαια) την καθοδήγησή του.
Χωρίς τους ικανότερους ηγήτορές του, το αντιβενιζελικό στρατόπεδο είχε απόλυτη ανάγκη να βρει αντικαταστάτες. Μόνο που αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Δεν υπήρχε κάποιος στο προσκήνιο που να μπορούσε να θεωρηθεί φυσικός διάδοχος στην ηγεσία. Η επιλογή του Παναγή Τσαλδάρη ως αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος ήταν απολύτως χαρακτηριστική του κενού, αλλά και της αμηχανίας που επικράτησε στις τάξεις του αντιβενιζελισμού την επαύριον της Δίκης των Εξι. Ο Τσαλδάρης δεν είχε επικοινωνιακό χάρισμα, δεν ήταν αρκετά δυναμικός και –το κυριότερο– σχεδόν κανένα από τα στελέχη πρώτης γραμμής της δικής του παράταξης δεν τον αναγνώριζε ως πραγματικό της ηγέτη, αλλά μάλλον ως προσωρινό τοποτηρητή ενός θρόνου που δεν του ανήκε δικαιωματικά. Η αρχηγία του βασιζόταν περισσότερο στην ανοχή των πολλών αυτοπροσδιοριζομένων ως υπαρχηγών του, οι οποίοι δεν έχαναν την ευκαιρία να τον αμφισβητούν και ενίοτε να καταγγέλλουν τη διαλλακτικότητά του ως ασυγχώρητη υποχωρητικότητα έναντι μισητών αντιπάλων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσαλδάρης επιβίωσε από δύο βενιζελικά κινήματα (του 1933 και του 1935), αλλά ανατράπηκε από την πρωθυπουργία τον Οκτώβριο του 1935 από φανατικούς βασιλόφρονες που ανήκαν στον δικό του πολιτικό χώρο.
Αν χωρίς τις εκτελέσεις των πέντε ο Τσαλδάρης δεν θα είχε γίνει ποτέ ηγέτης της κύριας έκφρασης του αντιβενιζελισμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν θα είχε καταστεί ο δεύτερος σημαντικότερος αντιβενιζελικός πολιτικός αρχηγός. Το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε, είχε έτσι κι αλλιώς μικρή εκλογική επιρροή κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της εν λόγω χρονικής περιόδου. Θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να επιβιώσει πολιτικά εάν απέναντί του βρίσκονταν οι πέντε εκτελεσθέντες και όχι ο Τσαλδάρης. Ο δρόμος που κατέληξε στην 4η Αυγούστου 1936 το πιθανότερο είναι να μην είχε εν τέλει ακολουθηθεί – τουλάχιστον όχι με τον Μεταξά στη θέση του οδηγού.
Το ακόμη χειρότερο ήταν ότι τα προβλήματα που εκ των πραγμάτων δημιούργησε στην αντιβενιζελική παράταξη η εκτέλεση των πέντε ηγετικών στελεχών της, μοιραία βρήκαν αντανάκλαση στο σύνολο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Από τη στιγμή που το ένα από τα δύο μείζονα στρατόπεδα υπέφερε από την απώλεια της φυσικής του ηγεσίας, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αισθανόταν τις αρνητικές συνέπειες. Στον βαθμό που οι δημοκρατικές διαδικασίες λειτουργούσαν αποτελεσματικά, αργά ή γρήγορα οι αντιβενιζελικοί θα βρίσκονταν να διεκδικούν αυτοτελώς τη διακυβέρνηση της χώρας – και τελικά την κέρδισαν το 1933.
Η εμπειρία του ελληνικού Μεσοπολέμου επιβεβαίωσε κάτι που είναι σχεδόν αυταπόδεικτο, αλλά που στην καθημερινή πολιτική ρουτίνα συχνά δεν αξιολογείται όσο θα έπρεπε: οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες βασίζονται, ανάμεσα στα άλλα, στην ομαλή εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, η οποία, με τη σειρά της, θεμελιώνεται στην ύπαρξη περισσότερων της μιας αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων. Σε ένα τέτοιο σύστημα, όταν η μία πλευρά έχει δυσκολίες στο βάδισμα, σχεδόν αναπόφευκτα και η άλλη θα αναπτύξει ροπή προς την καρκινοβασία, ακόμη κι αν η δική της ηγεσία είναι κατά μέσον όρο πιο ικανή. Οι βενιζελικοί το βίωσαν και λόγω και των δικών τους μεγάλων αστοχιών (ιδίως μετά το 1932) η Ελλάδα βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα καταστροφικό πολιτικό σπιράλ. «Εί χολώ παροικήσει και σύ υποσκάζειν μαθήσει» (αν κατοικήσεις κοντά σε κουτσό κι εσύ θα μάθεις να κουτσαίνεις): το αρχαίο ελληνικό ρητό πρόβαλε σαν ένα είδος ιδιότυπης νέμεσης απέναντι στους υπευθύνους για τις εκτελέσεις του 1922 – με δραματικές επιπτώσεις για ολόκληρη τη χώρα.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συνιδρυτής του Strategic Governance Lab.

