Εμείς, κοιτάξτε, τους είπαμε ότι δεν θα γίνει το παιχνίδι. Και να έρθουν, να τα πούμε, να τα βρούμε. Αλλά αυτοί δεν ήθελαν. Και μετά είπαν, θα έρθουν, αλλά όχι μαζί, ο καθένας χώρια. Ο ένας θα ερχόταν, αλλά οι άλλοι δεν ήθελαν και τότε ούτε εμείς θέλαμε. Είπαμε, δεν το δεχόμαστε. Αλλά μετά το δεχτήκαμε και ήρθαν, όχι μαζί. Ηρθαν χώρια και είπαν, ναι, ναι, θα είμαστε φρόνιμοι, όχι κακές κουβέντες, όχι δάχτυλα, όχι. Ναι, θα ‘μαστε ‘ντάξει, ήρεμα, κουλ, όλα καλά. Και τότε κι εμείς είπαμε ναι, ‘ντάξει, αφού θα κάτσετε φρόνιμοι, κι εμείς κουλ. Θα γίνει το παιχνίδι. Ολα καλά. Και τίποτ’ άλλο.
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια μικρή σύνοψη της «εδεσσαϊκής» στρατηγικής της κυβέρνησης απέναντι στους παράγοντες της καλαθόσφαιρας. Στην αρχή, δημόσιος αποτροπιασμός και διακηρύξεις σε ύφος ανοικτίρμονος σερίφη για την επιβολή της νομιμότητας. Και μετά, μια ασυνάρτητη προσπάθεια να κατευναστούν οι παράγοντες, να περάσει η μπόρα, να ξεχαστεί η κακιά στιγμή.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σταθμίσει κανείς πολιτικά αυτό το θέατρο. Η πιο στυγνή ανάγνωση θα στεκόταν στο power game. Πόσο σίγουρη μοιάζει μια κυβέρνηση όταν αναπέμπει απειλές, για να καταπιεί μέσα σε λίγες ώρες τον στόμφο της; Ποιο ισοζύγιο ισχύος αποκαλύπτουν αυτές οι παλινωδίες; Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;
Η θεσμική ανάγνωση θα ερμήνευε την ενδοτικότητα της πολιτικής εξουσίας ως απόδειξη ότι δεν αισθάνεται η ίδια αρκετά νομιμοποιημένη ώστε να επιβάλει τη νομιμότητα. Η θεσμισμένη εξουσία –η κυβέρνηση, η Δικαιοσύνη– δεν είναι μόνη, ούτε πάντα υπέρτερη της εξωθεσμικής.
Υπερβολές, θα έλεγε κάποιος, «ρεαλιστής». Δεν έγινε και κανένα σκάνδαλο. Ούτε διαπράχθηκαν φοβερά εγκλήματα. Απλή, πταισματική, παραβατικότητα – με σιελώδεις ύβρεις και δακτυλοσκοπική παντομίμα στον αέρα. Το γήπεδο θα είναι πάντα γήπεδο – με το «παρκέ» να αντανακλά ενίοτε τη γηπεδική υποκουλτούρα του εξώστη.
Μόνο που το «παρκέ» εδώ λειτούργησε σαν σκηνή της δημόσιας ζωής, όπου κάποιοι ένιωσαν –και νιώθουν διαρκώς– την άνεση να επιδεικνύουν την ασυλία τους, όπως το κάνουν σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας σφαίρας – συμβατικής και ψηφιακής. Η συνθηκολόγηση με αυτούς τους τρόπους είναι αυτο-ακυρωτική για μια κυβέρνηση που κατά τα άλλα ευαγγελίζεται την αποκατάσταση της νομιμότητας και της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Τη μια μέρα διαφημίζει το εκκενωθέν κυλικείο της Νομικής, σαν απόδειξη σιδηράς βούλησης απέναντι στον πολιτικό «χουλιγκανισμό». Και την επομένη, στρουθοκαμηλίζει ενώπιον του επώνυμου χουλιγκανισμού – χωρίς εισαγωγικά. Τι νόημα βγάζουν άραγε από το διπλό μήνυμα οι συντηρητικοί ψηφοφόροι της; Με ποιο σετ κανόνων θα ταυτίσουν στο τέλος όσους επενδύουν το πρωί στην ηθικολογία και το βράδυ στον κυνισμό;
Αρκεί κανείς να σκεφτεί για λίγο το σκηνικό. Στο τραπέζι των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων καλούνται εναλλάξ τα εμπόλεμα μέρη. Στον Τύπο διοχετεύονται χαμογελαστές χειραψίες των εμπολέμων με τους διαπραγματευτές. Στο πλάι του αρμόδιου υφυπουργού, τις ειρηνευτικές προσπάθειες συνδράμει ειδικός απεσταλμένος του Μαξίμου. Υπό την αιγίδα του, το κράτος συνάπτει ανακωχή με το κράτος-εν-κράτει. Ο αγώνας Τρίπολη – Βεγγάζη θα διεξαχθεί «κανονικά».
Ενδόρρηξη
Το τέλος του εικοστού αιώνα μάς έμαθε στην πράξη ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός μπορεί να ευδοκιμήσει και χωρίς πολιτικό φιλελευθερισμό. Η ελεύθερη αγορά δεν προϋποθέτει, ούτε προωθεί την ελεύθερη κοινωνία. Η Κίνα τα κατάφερε να πρωταγωνιστεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό χωρίς να «ενδώσει» στη δημοκρατία. Τώρα, στην Αμερική, φαίνεται να παρακολουθούμε ένα ανάποδο πείραμα: Μπορεί ποτέ η δημοκρατία να πεθάνει μέσα σε ένα περιβάλλον εμπεδωμένης ελευθερίας του λόγου; Δεν είναι αυτό που παρακολουθούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα η άγρια εκδίκηση της ελευθερίας: Ο ηγεμών ξεκατινιάζεται δημοσίως με τον μεγαλύτερο σπόνσορά του. Ο πλουραλισμός μας εγγυάται αυτό το εμφυλιακό θέατρο της πλουτοκρατίας. Προτού καν εδραιωθεί, το επίδοξο «καθεστώς» κινδυνεύει από ενδόρρηξη. Γιατί; Διότι, σε αντίθεση με τους προγόνους του στον αυταρχισμό, δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθερώνει. Δεν μπορεί να μετατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη μια πλουραλιστική κοινωνία σε μονολιθική. Ο Τραμπ θα αναγκαστεί τώρα να στρέψει στους στυλοβάτες του τα μέσα επιβολής που προόριζε για τους αντιπάλους του. Δεν πρόκειται, βέβαια, για έλλογη αντιπολίτευση. Οπως δείχνει και η πρώτη ανταλλαγή πυρών, η ελευθερία του λόγου δεν εγγυάται την ποιότητά του.

