Το «Δεύτερο Πλάνο»

3' 6" χρόνος ανάγνωσης

Στο Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, γνωστό και ως «Εκθεση Πισσαρίδη», που συνιστά το απόσταγμα της σοφίας των καλύτερων οικονομολόγων μας, προτείνεται ένα πρόγραμμα δομικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στη μεγαλύτερη εξωστρέφεια και υψηλότερη παραγωγικότητα της οικονομίας. Η έκθεση παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2020 και αν κρίνουμε από τις δηλώσεις των συντακτών της, εφαρμόζεται με βραδύτητα, αποσπασματικότητα και μειωμένη αποτελεσματικότητα. Για να χρησιμοποιήσω δύο μόνο παραδείγματα, η έρευνα, που είναι προϋπόθεση της καινοτομίας, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον θέμα, όπως κατήγγειλε παραιτούμενος ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας. Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Βάζαμε σφραγίδες, δεν σχεδιάζαμε στρατηγική». Παράλληλα, η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης παραμένει αναποτελεσματική στην καλύτερη περίπτωση και βαθύτατα προβληματική στη χειρότερη, όπως δείχνει η περίπτωση του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, που αναδεικνύει την ουσιαστική όσο και σιωπηρή συμπαιγνία μεγάλων κοινωνικών ομάδων, διοίκησης και πολιτικού προσωπικού, με στόχο τη διατήρηση ενός καθεστώτος κουτοπόνηρης αδράνειας και διαφθοράς όμοιου εκείνου που μας οδήγησε στην κρίση του 2009.

Αντιλαμβάνομαι πως η προηγούμενη παράγραφος δεν πρωτοτυπεί. Και επειδή πιστεύω ότι αρκετοί αναγνώστες έρχονται σ’ αυτήν εδώ τη στήλη για να μάθουν κάτι καινούργιο ή να ακούσουν κάτι διαφορετικό, θέλω να στρέψω την προσοχή μας προς το λεγόμενο «Δεύτερο Πλάνο», όπως θα απέδιδα τον όρο «Plan B», δηλαδή το εναλλακτικό πρόγραμμα που ενεργοποιείται όταν ο αρχικός σχεδιασμός αστοχεί. Με δεδομένη λοιπόν την αστοχία στην εφαρμογή του Σχεδίου Πισσαρίδη, θα ήθελα να περιγράψω ορισμένα χαρακτηριστικά ενός «Δεύτερου Πλάνου».

Η συγγραφή του κατ’ αρχάς προϋποθέτει μια αίσθηση των λόγων της αποτυχίας του αρχικού προγράμματος. Θα επεσήμαινα δύο βασικά αίτια. Πρώτο, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας (όχι απαραιτήτως η πλειονότητα) διστάζει να υποστηρίξει μεγάλες τομές και γιατί κάτι τέτοιο θα ξεβόλευε πολλούς, αλλά και γιατί έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό προσωπικό. Δεύτερο, το πολιτικό προσωπικό δεν επιθυμεί να ξεβολευτεί και να ρισκάρει το ίδιο, και γιατί το συμφέρει, αλλά και επειδή δεν διαθέτει τη φαντασία για να οραματιστεί κάτι διαφορετικό. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν γίνονται για λόγους καταγγελίας, αλλά για να προσανατολιστούμε σε λύσεις. Αυτές θα ξεκινούσαν όχι από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά αντίστροφα: από τα μικρά προς τα μεγάλα.

Η διατύπωση έξυπνων πολιτικών, οι οποίες να ταιριάζουν στο δικό μας περιβάλλον, απαιτεί την απομάκρυνση από το είδος εκείνο του τεχνοκρατισμού που δεν είναι παρά στείρος και μιμη- τικός επαρχιωτισμός.

Για παράδειγμα, πώς θα μπορούσε να διατυπωθεί ένα σχέδιο αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων που θα λειτουργούσε στην Ελλάδα; Πώς θα μπορούσαν να επιβραβευθούν οι προϊστάμενοι υπηρεσιών ή οι διευθυντές σχολείων που αφιερώνουν περισσότερο και καλύτερο κόπο στο έργο τους; Πώς θα μπορούσε να συνταχθεί ένα σχέδιο αξιοποίησης κλειστών και εγκαταλελειμμένων ιδιοκτησιών, που να είναι ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο; Το Σχέδιο Πισσαρίδη ορθά υπογραμμίζει την ανάγκη αντικατάστασης των μικρών επιχειρήσεων με μεγάλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, που θα δημιουργήσουν πλούτο ο οποίος θα διαχυθεί στην κοινωνία. Αν όμως αποτύχουμε, κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε τις μικρές επιχειρήσεις χωρίς να έχουμε φτιάξει μεγάλες! Το «Δεύτερο Πλάνο» θα μας υπενθύμιζε ότι η μικρή επιχειρηματικότητα τροφοδοτεί την απασχόληση πολλών Ελλήνων πολιτών, ενώ συντηρεί την ανθεκτικότητα της ελληνικής περιφέρειας. Θα μας προσανατόλιζε, επομένως, προς τη βελτίωσή τους, ενδεχομένως μοχλεύοντας αρνητικές πρακτικές, όπως η φοροδιαφυγή και ο πλημμελής έλεγχος, ως έναν έμμεσο και ευέλικτο τρόπο ενίσχυσης και προστασίας τους.

Η διατύπωση έξυπνων και πρωτότυπων πολιτικών, που βασίζονται στον συνδυασμό βέλτιστων διεθνών πρακτικών και μιας βαθύτερης κατανόησης του δικού μας περιβάλλοντος, απαιτεί την απομάκρυνση από το είδος εκείνο του τεχνοκρατισμού που δεν είναι τελικά παρά ένας στείρος και μιμητικός επαρχιωτισμός. Επίσης, δεν θα ήταν ένα σχέδιο μόνο οικονομολόγων, αλλά θα συντασσόταν και από πολιτικούς επιστήμονες, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, νομικούς, αλλά και αρχιτέκτονες και ανθρώπους του πολιτισμού. «Αυτά δεν γίνονται», θα σκεφθείτε. Αν όμως ισχύει αυτό, χάσαμε.

*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT