Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Η συζήτησή του όμως είναι απλοϊκή. Η χώρα φθίνει. Ολοι οι ανεξάρτητοι οργανισμοί, διεθνείς και εγχώριοι, διαπιστώνουν ότι η μακροπρόθεσμη ευημερία της είναι δημογραφικώς ανέφικτη. Η αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων δεν θα είναι βιώσιμη. Η παραγωγή δεν θα διαθέτει «χέρια». Ποια είναι η απλοϊκή απάντηση; Να δώσουμε επιδόματα για να γεννάμε περισσότερα παιδιά. Να «αγοράσουμε» περισσότερους Ελληνες.
Οσοι έχουν ασχοληθεί με το πρόβλημα, όμως, λένε ότι κανένα επιδοματικό μοντέλο –ούτε καν το χιλιοτραγουδισμένο σκανδιναβικό– δεν μπορεί πλέον να αναχαιτίσει τη δημογραφική απίσχναση. Γεννάμε λιγότερα παιδιά, όχι επειδή δεν μπορούμε να τα αναθρέψουμε, αλλά επειδή δεν θέλουμε να γεννάμε περισσότερο. Επειδή έχουν αλλάξει οι αξίες και ο τρόπος ζωής. Η τεκνοποίηση δεν θεωρείται πια υπαρξιακός προορισμός και μέσο αυτοεκπλήρωσης.
Ολα τα μέτρα που κατά καιρούς εξαγγέλλονται –από τα επιδόματα γέννησης μέχρι τις φοροαπαλλαγές για τα τέκνα και τους παιδικούς σταθμούς– είναι αναγκαία. Αλλά δεν είναι αρκετά για να αντιστρέψουν το πολιτισμικό «λογισμικό» μιας οικονομικά ανεπτυγμένης κοινωνίας – στους κόλπους της οποίας οι στρατηγικές του βίου δεν καταστρώνονται (μόνο) με βάση τον βιοπορισμό και τη βιολογική αναπαραγωγή.
Από πού λοιπόν θα προκύψουν οι ανθρώπινοι πόροι που είναι απαραίτητοι τουλάχιστον για να διατηρήσει η πατρίδα το επίπεδο της ευημερίας της; Ποιος θα μαζεύει τους καρπούς της ελληνικής γης και ποιος θα φροντίζει τους γέροντες; Ποιος θα χτίζει τις οικοδομές και ποιος θα δουλεύει στις λάντζες της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού;
Για την κυβέρνηση, αυτό είναι δευτερεύον ερώτημα. Προέχει το ζήτημα που απασχόλησε προχθές το υπουργικό συμβούλιο: πώς θα φυλακίζουμε αποτελεσματικότερα τους ξένους που βρίσκονται εδώ χωρίς χαρτιά, κι ας εργάζονται χρόνια στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αρμόδιος υπουργός, η αστυνομία συνέλαβε πέρυσι 74.000 παράνομους μετανάστες. Με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου που εκείνος φέρνει τώρα, όλοι αυτοί θα πρέπει να φυλακίζονται μέχρι να απελαθούν. Δεν μας ενδιαφέρει αν ζούσαν εδώ. Μια γυναίκα, ας πούμε, που τα τελευταία πέντε χρόνια φροντίζει έναν ηλικιωμένο, μπορεί να συλληφθεί στον δρόμο για το σούπερ μάρκετ και να οδηγηθεί στη φυλακή. Αν δεν θέλει να μείνει στη φυλακή, θα πρέπει να συνεργαστεί για την απέλασή της. Ετσι θα γίνουμε «ασφαλέστερη» χώρα. Οπως λέει και ο ίδιος υπουργός, το «ανοίξαμε και σε περιμένουμε» τελείωσε. Οποιος μπαίνει παράνομα «δεν θα νομιμοποιείται ΠΟΤΕ!».
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να υποθέσει κανείς τι θα σήμαινε για την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα τυχόν «ολοσχερής» επιτυχία της «λύσης» Βορίδη. Ο νόμος όμως δεν θα ψηφιστεί για να εφαρμοστεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα ούτε τόσα κελιά ούτε τόσοι συνοδοί «επαναπροώθησης», ώστε να σαρωθούν από την επικράτεια άπαντα τα παράνομα ανθρώπινα όντα. Ο νόμος –όπως περίπου ομολογείται– είναι ένα επικοινωνιακό διάβημα: προωθείται για να σταλεί στην οικουμένη το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν θέλει τους ξένους.
Προωθείται, κυρίως, για να σταλεί στο εσωτερικό ακροατήριο το μήνυμα, ότι η κυβέρνηση συντονίζεται με την πολιτική «μόδα» της επαναπεριχαράκωσης στον εθνικό χώρο. Σε δεύτερο χρόνο, λέει ο Βορίδης, θα σκεφτεί πώς μπορεί να οργανώσει και την έλευση όσων είναι αναγκαίοι και για την εθνική ανάπτυξη.
Το δόγμα όμως δεν κρύβεται. Προτεραιότητα είναι να εκφραστεί πολιτικά η ανασφάλεια που προκαλεί η μετανάστευση. Καθιερώνεται έτσι ως εθνικός κανόνας η φοβία. Η Ελλάδα που εκπροσωπεί ο Βορίδης δεν αισθάνεται αρκετά ισχυρή ώστε να υποδεχθεί ξένους με την πεποίθηση ότι μπορεί να τους ενσωματώσει· δεν αισθάνεται ότι η πολιτισμική της εμβέλεια επαρκεί για να προσφέρει στους άλλους ένα «ελληνικό όνειρο», ώστε να ξαναρχίσουν τη ζωή τους εδώ.
Το δόγμα περιορίζει το έθνος στη βιολογική και εδαφική του «καθαρότητα», εγκαταλείποντάς το έτσι στον στατιστικώς προδιαγεγραμμένο μαρασμό του.
Η πολιτική αυτή δεν είναι μόνο αντιμεταναστευτική. Είναι –όπως το λένε στην αντιμεταναστευτική ιδιόλεκτο– πρωτίστως ανθελληνική.
Παλαιολογισμοί
Αναζητούμε κερκόπορτες για να απορροφήσουμε τέτοιο πλεόνασμα κερκοπορτιέρηδων.

