Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές…

5' 21" χρόνος ανάγνωσης

Αρχίζω ανάποδα, από το τέλος. Από το συμπέρασμα του δημοσιογράφου Σπύρου Κουζινόπουλου στο πόνημά του «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Ιανός, 2025): «Για περισσότερο από έναν αιώνα το Γεντί Κουλέ είχε συνδεθεί με μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας και της μνήμης της Θεσσαλονίκης. Και αποτελεί ντροπή και όνειδος για τον πολιτισμό μας που αυτό το κάτεργο, η “Βαστίλη της Θεσσαλονίκης”, έκλεισε τελικά υπό το βάρος των αποκαλύψεων για τα σκάνδαλα που συνέβαιναν εκεί μέσα και όχι από την ηθική υποχρέωση του κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να αντιμετωπίζει με ισότητα και ισονομία τους πολίτες όλων των κατηγοριών».

Επίμονος και μεθοδικός ερευνητής της ιστορίας ο Κουζινόπουλος, είναι και καλός αφηγητής. Το μαρτυρούν τα δώδεκα βιβλία του. Από το πρώτο, για τον «Ηρωικό Μάη της Θεσσαλονίκης» (1976), έως το πλέον πρόσφατο, για τη «Συμμετοχή της Επανομής στην Επανάσταση του 1821» (2021), αναζητεί ντοκουμέντα και μαρτυρίες και αναψηλαφεί το αρχειακό υλικό, για να συνθέσει με ευκρίνεια και βάθος την εικόνα κρίσιμων στιγμών της νεοελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα της βορειοελλαδικής.

Το βυζαντινό φρούριο του Επταπυργίου πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως φυλακή από τους Τούρκους περί το 1896 και έκλεισε το 1989. Χρειάστηκε πρώτα να δώσουν σκληρό αγώνα, με αυταπάρνηση και τιμιότητα, δύο εισαγγελείς: η Χρυσούλα Γιαταγάνα και ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης. Με τις έρευνές τους τα χρόνια 1984-1989 αποκάλυψαν ότι μπροστά στην κατάντια του Γεντί Κουλέ ωχριούσαν όσα περιέγραφε το 1926 ο Πέτρος Πικρός στα μνημειώδη ρεπορτάζ του για τις φυλακές της Ελλάδας.

Οι δύο εισαγγελείς κυνηγήθηκαν άγρια από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από τις φυλλάδες του αυριανισμού (τη Γιαταγάνα την καθύβριζαν σαν «τρελοδικαστίνα»), από δικαστικούς και από τα άνομα συμφέροντα που δέσποζαν στο Επταπύργιο. Ο Λογοθέτης, στο πρόσφατο βιβλίο του «Γεντί Κουλέ: Ετσι έκλεισε το κάτεργο…» (εκδ. Μπαρμπουνάκης), εξιστορεί το μπαράζ των πειθαρχικών διώξεων που εξαπέλυσαν εναντίον του ανώτεροι δικαστικοί, στοιχειοθετώντας έτσι μια εξαιρετικά δυσάρεστη εικόνα της περίφημης «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης».

Δεκάδες τα τραγούδια, τα ποιήματα, οι μαρτυρίες, τα βιβλία για το Επταπύργιο, γράφει ο Κουζινόπουλος. Στο άκουσμα του ονόματος του κάτεργου, η μνήμη ανακαλεί ένα ρεμπέτικο του 1960, δημιουργία του Σαράντη Κοτομάτη: «Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές, / τι έχεις, παλικάρι μου, και κλαις». Και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», όμως, το διαμάντι που τεχνούργησε ο Απόστολος Καλδάρας μετά τα Δεκεμβριανά, στο Γεντί Κουλέ αναφέρεται. Οπως διηγήθηκε στον Παναγιώτη Κουνάδη, εμπνεύστηκε το τραγούδι ένα σούρουπο, βλέποντας σιλουέτες φυλακισμένων του Γεντί Κουλέ. Αναγκάστηκε όμως να «λειάνει» τους στίχους το 1947, για να περάσει τον σκόπελο της λογοκρισίας. «Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ», αυτός είναι ο αυθεντικός πρώτος στίχος.

Ο Αναγνωστάκης

Στο Επταπύργιο θήτευσε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Συνελήφθη Αύγουστο του 1948, σαν «συνωμότης», μαζί με άλλους 68 Επονίτες. «Το δικαζόμενον αδίκημα», είπε στη δίκη ο βασιλικός επίτροπος, «είναι ένα παθολογικόν κοινωνικόν φαινόμενον. Θα είναι αρτία η απόφασίς σας, εάν τα πορίσματά της αποβούν φάρμακα θεραπευτικά διά την καταπολέμησιν της κοινωνικής ασθενείας του εγκλήματος τούτου. Διά της αποφάσεώς σας να διδάξετε, κ. στρατοδίκαι». Και αφού τίποτε διδακτικότερο από τον θάνατο, πρότεινε να καταδικαστούν 13 εις θάνατον και τρεις σε ισόβια. Ο Αναγνωστάκης καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Λέει στο βιβλίο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά» (2011), μια συνομιλία του με τον Μισέλ Φάις: «Εμεινα κρατούμενος μόνο τρία χρόνια, και λέω μόνο γιατί άλλοι είχαν μείνει πολλά περισσότερα».

Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», το διαμάντι που τεχνούργησε ο Απόστολος Καλδάρας μετά τα Δεκεμβριανά, στο Γεντί Κουλέ αναφέρεται. Αναγκάστηκε όμως να «λειάνει» τους στίχους το 1947, για να περάσει τον σκόπελο της λογοκρισίας. «Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ», αυτός είναι ο αυθεντικός πρώτος στίχος.

Η εμπειρία του εγκάθειρκτου βίου πέρασε διηθημένη στα γραπτά του. Η συλλογή «Εποχές 3» τυπώθηκε το 1951, με ποιήματα γραμμένα στη φυλακή τη διετία 1949-1950. «Μ’ αν πρέπει τ ώ ρ α να πεθάνουμε, το ξέρεις, / πρέπει γιατί αύριο δε θα ‘μαστε πια νέοι», καταλήγει το ποίημα «Τώρα…». Εδώ δεν πρόκειται για «λογοτεχνική» εικασία ή υπερβολή αλλά για βιωμένη κυριολεξία.

Αν είσαι μάστορας, με λίγους στίχους εικονογραφείς με συγκλονιστική πληρότητα έναν κόσμο τραγικό: «Οι ρυθμικοί βηματισμοί στις υγρές πλάκες / -του ρολογιού χτυπήματα στην τελεσίδικη ώρα- / φωνές πίσω απ’ τη μνήμη μικρόχαρων στιγμών / τα χαραγμένα μάταια γράμματα στους τοίχους». «Το πρωί / Στις 5 / Ο ξηρός / μεταλλικός ήχος / ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια / που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου. / Και το τελευταίο “αντίο” της παραμονής / Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες». Και: «Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα / Εμεινε μια φωτογραφία μικρή, στη λάσπη, που κρατούσε / Μοιράσανε τα ρούχα του στους οπλισμένους στρατιώτες / Δε μίλησε -“Τετέλεσται”- Είπε μονάχα τ’ όνομά του».

Και μία εγγραφή από «Το περιθώριο ’68-’69» (2000): «Οταν ήμουνα με τυφοειδή πυρετό στο Αναρρωτήριο, κάθε πρωί, στις πέντε, περνούσαν κάτω από τα παράθυρα οι φάλαγγες των μελλοθανάτων, κι εμείς στα κρεβάτια μας ακούγαμε τα τραγούδια, τις ζητωκραυγές, τις βλαστήμιες. Εκείνο το πρωί νόμισα πως ξεχώρισα τη φωνή του Φαρμάκη, έναν τόνο πιο πάνω από τις άλλες – ύστερα κατάλαβα πως ήτανε για μένα τον άρρωστο, ένα τελευταίο μήνυμά του, ο αποχαιρετισμός».

Ο Κουζινόπουλος καταγράφει το όνομα του Κωνσταντίνου Φαρμάκη στον Κατάλογο εκτελεσμένων του Εμφυλίου που παραθέτει στο Παράρτημα του βιβλίου του, μετά τους δύο Καταλόγους με ονόματα εκτελεσμένων στην Κατοχή. Οι Κατάλογοι αυτοί συγκροτούν ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Διαβάζεις τα ονόματα, μαζί και τα λιτά βιογραφικά των θυμάτων της ναζιστικής θανατομηχανής, και να ψηλαφείς το θερμό σώμα της μνήμης.

Σκελετοί του Εμφυλίου

Πόσοι σκελετοί εκτελεσμένων του Εμφυλίου θα εντοπιστούν άραγε στους ομαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν τυχαία πίσω από τις φυλακές; Εγραφε στην «Κ», στις 18.5.2025, ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος: «Το 2022 η ισπανική κυβέρνηση με ένα νόμο για τη “Δημοκρατική Μνήμη” αναγνώρισε την ευθύνη της πολιτείας στον εντοπισμό, στην ταυτοποίηση και στην απόδοση των νεκρών που βρίσκονται σε μαζικούς τάφους. […] Αφορά την έμπρακτη περιφρούρηση της σύγχρονης Δημοκρατίας μέσα από την αναγνώριση της τραυματικής της καταγωγής και την απόδοση δικαιοσύνης, συμβολικής πλέον, για όλους».

Εδώ; Εδώ το υπουργείο Πολιτισμού, αποστασιοποιούμενο, ανακοινώνει ότι «δεν εντοπίστηκαν νεότερα στρώματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος παρά μόνον ομαδικοί τάφοι με 34 νεκρούς, οι οποίοι ανήκουν σε ταφές νεοτέρων χρόνων (20ού αι.) και ως εκ τούτου δεν συνιστούν αρχαιολογικό εύρημα». Επιπλέον, όπως κατήγγειλε ο Κουζινόπουλος, μετά την ανεύρεση των τάφων το εισιτήριο για το Γεντί Κουλέ αυξήθηκε από 2-3 ευρώ σε 10. Κι όχι για ν’ αβγατίσουν τα έσοδα αλλά για να μειωθούν οι πολλές επισκέψεις. «Μα γιατί να τα σκαλίζουμε τώρα;». Τις πληγές της ιστορίας μας, όμως, οφείλουμε να τις σκαλίζουμε συνεχώς. Αλλιώς το πάθος δεν θα γίνει ποτέ μάθος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT