Σπάνια αλλάζουν τόσο πολλά για να μην αλλάξει τίποτα. Τα τελευταία έξι χρόνια που η Ν.Δ. βρίσκεται στην εξουσία, η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αλλάξει χέρια τρεις φορές, με πέντε διαφορετικούς αρχηγούς. Από δε τις εκλογές του 2023, η Ν.Δ. διατηρεί σταθερά υπερδιπλάσιο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι του εκάστοτε δεύτερου.
Είναι εύκολο να αποδώσει κανείς την αποτυχία της αντιπολίτευσης στην έλλειψη ηγεσίας, στην ασαφή ή διχαστική ιδεολογία, στην κακή οργάνωση ή στα μη ρεαλιστικά προγράμματα. Το δύσκολο είναι να εξηγήσει γιατί αυτή η αποτυχία επιμένει έξι χρόνια τώρα, χωρίς το κυβερνών κόμμα να εμφανίζει σημάδια σοβαρής φθοράς ή κάμψης στις προτιμήσεις της κοινής γνώμης. Η απάντηση δεν βρίσκεται απλώς στις αποτυχίες της αντιπολίτευσης, αλλά στην επιτυχία της κυβέρνησης – όχι επειδή απέφυγε τα σφάλματα και τις αστοχίες, αλλά επειδή κατάφερε να επιτύχει κάτι σπάνιο: να δημιουργήσει από νωρίς στη θητεία της έναν θετικό κύκλο πολιτικής ανάδρασης, όπου οι μεταρρυθμίσεις γεννούν προσδοκίες για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και οι προσδοκίες, με τη σειρά τους, ενισχύουν τις μεταρρυθμίσεις. Καθώς η κοινωνία γίνεται πιο απαιτητική, ο πήχυς του πολιτικού ανταγωνισμού ανεβαίνει – και μαζί του, η δυσκολία της αντιπολίτευσης να τον φτάσει.
Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό στην οικονομία: κάποια επιχείρηση προσφέρει μια νέα υπηρεσία και δημιουργεί αρχική ζήτηση. Εάν η υπηρεσία είναι ικανοποιητική, η ζήτηση αυξάνεται, επιτρέποντας στην επιχείρηση να αναβαθμίσει τις υπηρεσίες της, δημιουργώντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – και εδράζεται σε τουλάχιστον τρεις βασικούς παράγοντες, που αντιστοιχούν σε τρία ισχυρά ανθρώπινα συναισθήματα: την ελπίδα, την ικανοποίηση και τον φόβο. Πρώτον, σε έναν ταραγμένο διεθνή περίγυρο, η χώρα διατηρεί σταθερότητα και εφαρμόζει ένα αρκετά λογικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Αυτό γεννά την ελπίδα ότι οι προσδοκίες δεν είναι μάταιες. Δεύτερον, η καθημερινή εμπειρία των πολιτών βελτιώνεται σταθερά – όχι θεαματικά, αλλά αισθητά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό γεννά ικανοποίηση, ελλιπή μεν αλλά πραγματική. Τρίτον, υπάρχει φόβος. Οχι μόνο για το άγνωστο, αλλά για μια επιστροφή στο παλιό: στο κοστολογικά ασαφές και οργανωτικά χαοτικό. Αυτός ο φόβος, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε ρομαντικούς και σε πολιτικά αφελείς, παραμένει ένας σταθερά αξιόπιστος μηχανισμός κυβερνητικής σταθερότητας.
Η αντιπολίτευση δεν δείχνει να καταλαβαίνει ότι το πρόβλημά της δεν είναι επικοινωνιακό, αλλά πραγματικό. Το ερώτημα που θα όφειλε να θέτει στον εαυτό της είναι το ίδιο που θα απασχολούσε έναν επίδοξο ανταγωνιστή σε μια αγορά όπου κυριαρχεί ένας επιτυχημένος παίκτης. Πώς σπας έναν κύκλο επιτυχίας χωρίς να παρουσιάζεσαι ως καταστροφολόγος, να φαίνεσαι ανεπαρκής ή και τα δύο αυτά μαζί; Οι επιλογές είναι δύο: είτε υπονομεύεις πειστικά την αξιοπιστία του κυρίαρχου παίκτη, αναδεικνύοντας ασυνέπειες, φθορά ή υπεροψία· είτε προτείνεις κάτι αντικειμενικά καλύτερο – ρεαλιστικά ελπιδοφόρο, περισσότερο ικανοποιητικό, λιγότερο εκτεθειμένο στον φόβο και στην αβεβαιότητα. Η δυσφήμηση χωρίς αντιπρόταση καταλήγει σε θόρυβο. Η αντιπρόταση χωρίς αξιοπιστία καταλήγει να υπενθυμίζει ξεπερασμένες εποχές, όπως και τις μεθόδους που προκάλεσαν τη σημερινή εθνική μας υστέρηση.
Η δυσφήμηση χωρίς αντιπρόταση καταλήγει σε θόρυβο. Η αντιπρόταση χωρίς αξιοπιστία καταλήγει να υπενθυμίζει ξεπερασμένες εποχές, όπως και τις μεθόδους που προκάλεσαν τη σημερινή εθνική μας υστέρηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιπολίτευσης που κατάφερε να σπάσει έναν μακρύ κυβερνητικό κύκλο δημιουργώντας νέα ζήτηση ήταν το Εργατικό Κόμμα υπό τον Τόνι Μπλερ. Μετά 18 χρόνια συντηρητικής κυριαρχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο –αρχικά υπό τη Μάργκαρετ Θάτσερ και κατόπιν τον Τζον Μέιτζορ–, οι Τόρις είχαν εδραιώσει μια νέα πολιτική ηγεμονία, θεμελιωμένη στις ιδιωτικοποιήσεις, στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς και στην ανάδυση μιας νέας μεσαίας τάξης. Ο Μπλερ, αντί να επιτεθεί ακρίτως σε αυτές τις αλλαγές, πρότεινε έναν νέο προσανατολισμό –τον «Τρίτο Δρόμο»– που συνδύαζε την αποδοτικότητα της αγοράς με τη μέριμνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Χωρίς να ακυρώνει τη θατσερική τομή ή να ακυρώνει τα οφέλη της, υποστήριξε ότι οι Τόρις είχαν εξαντλήσει τη δυναμική τους: ήταν διχαστικοί, κοινωνικά άδικοι και πολιτικά παρωχημένοι. Το νέο αφήγημα των Νέων Εργατικών –προϊόν μακράς επεξεργασίας από κομματικά στελέχη και οξυδερκείς διανοουμένους, όπως ο Αντονι Γκίντενς– υποσχέθηκε σταθερότητα με κοινωνική συνείδηση και αλλαγή χωρίς ρίσκο. Η στρατηγική Μπλερ δεν ήταν απλώς επικοινωνιακή· ήταν δομική. Στόχευε να αναδιαμορφώσει τη ζήτηση των ψηφοφόρων, προσφέροντας νέα ελπίδα και περισσότερη ικανοποίηση με λιγότερο φόβο.
Αυτό ακριβώς είναι που αδυνατεί να κατανοήσει σήμερα η αντιπολίτευση στην Ελλάδα. Αν πράγματι φιλοδοξεί να κυβερνήσει, οφείλει να προσφέρει μετρήσιμα δείγματα πολιτικής σοβαρότητας ισάξια ή και ανώτερα από τα δείγματα που παρέχει η κυβέρνηση. Να μια απλή ιδέα: να καθιερώσει εβδομαδιαία δημόσια ανασκόπηση του έργου της στο Κοινοβούλιο και των εναλλακτικών που αντιπαραθέτει στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Η κυβέρνηση ήδη το κάνει για το δικό της έργο – και η κοινωνία την παρακολουθεί. Αν το πράξει και η αντιπολίτευση, δεν θα πείσει μόνο τους αναποφάσιστους· θα ξαναθυμηθεί και η ίδια τους λόγους για τους οποίους υπάρχει.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

