Μάλλον στον 4ο, σου λέει, πρέπει να ανεβείτε. Λάθος. Ο 4ος δεν προορίζεται για το κοινό. Βγαίνοντας όμως στον λάθος όροφο, βλέπεις την «πίσω αυλή» της υπηρεσίας – τα δώματά της όπου οι υπάλληλοι νιώθουν ασφαλείς στον δικό τους χώρο. Η κυρία που καπνίζει σε μια γωνιά του διαδρόμου δεν είναι ακριβώς αγενής. Είναι απλώς απαθής στην παρουσία του μη αναγνωρίσιμου προσώπου – δεν παίρνει το βλέμμα της από το κινητό της. Και στα υπόλοιπα γραφεία είναι δύσκολο να μπεις στο οπτικό πεδίο των υπαλλήλων, οι οποίοι μοιάζουν όλοι όχι απασχολημένοι, αλλά απορροφημένοι σε μια κατάσταση εργώδους αδράνειας. «Δεν ξέρω τι σας είπαν, αλλά μάλλον στον 2ο πρέπει να πάτε».
Ο 2ος εμφανίζεται ως σωστός όροφος. Εκεί είναι οι ουρές – ακίνητες ανθρώπινες μονάδες, που ιδρώνουν από ανυπομονησία. «Με συγχωρείτε, να περάσω, εγώ μια ερώτηση θέλω να κάνω». «Εσείς πού πάτε, κύριε; Περιμένετε». «Τα χαρτιά να αφήσω μόνο. Τα χαρτιά που μου ζήτησαν». «Φωτοτυπίες; Πού βγάζουμε φωτοτυπίες;». «Μόλις βγεις δεξιά, στο ψιλικατζίδικο, στον Πακιστανό». «Εχει ενδιαφερθεί ο κύριος Γ. Μου λέει από τον κύριο Π. Για κοίτα το». «Μην ανοίγετε, παρακαλώ. Μην ανοίγετε την πόρτα. Θα σας φωνάξουμε εμείς». «Τα έχετε φέρει όλα; Δεν ξέρω τι λέει το σάιτ! Τη λίστα δείτε, που είναι απ’ έξω στον πίνακα».
Στο Δημόσιο έχουν αλλάξει όλα και τίποτε. Η ψηφιακή «επανάσταση» δεν έγινε «στο» Δημόσιο. Εγινε σαν ψηφιακή παρακαμπτήριος, προκειμένου να μη χρειάζεται να έρχεσαι σε επαφή μαζί του. Τις σπάνιες φορές που πρέπει να επιχειρήσεις αυτή την αναδρομή στη προ-ψηφιακή πραγματικότητα του κράτους, συναντάς αυτά τα εγκλωβισμένα πλάσματα χωρίς προορισμό, που επιτελούν τους γραφειοκρατικούς τους αυτοματισμούς όπως ανέκαθεν.
Μία από τις δημιουργικές καταστροφές της κρίσης ήταν η ραγδαία απαξίωση του greek dream του διορισμού. Το Δημόσιο δεν είναι πια ακαταμάχητο, σαν ισόβια «αποκατάσταση». Η απαξίωση συμπαρέσυρε και τις θέσεις μάχιμων δημόσιων λειτουργών – στο ΕΣΥ, στις Ενοπλες Δυνάμεις, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η μονιμότητα πάντως, προτού καν επιχειρηθεί η αποκαθήλωσή της από το Σύνταγμα, έχει απομαγευτεί. Επιτιθέμενη στο ταμπού της μονιμότητας, η κυβέρνηση ξιφουλκεί εναντίον μιας αξίας ήδη νεκρής. Το κάνει όμως γιατί ξέρει ότι οι αντίπαλοί της είναι ακόμη όμηροι μιας νεκροφιλικής πολιτικής κουλτούρας, που υποθάλπει τα συνταγματικά απολιθώματα επειδή εξακολουθεί να τα ασπάζεται το στενό ακροατήριό της. Για την κοινωνική πλειοψηφία, η μονιμότητα δεν σημαίνει τίποτε. Για το κοινό του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ, όμως;
Οσο προχωράει η ψηφιοποίηση, τόσο η στελέχωση της διοίκησης θα χάνει τη θεσμική και πολιτική της σημασία. Η απόπειρα να φορτιστούν ιδεολογικά «μάχες» για την αξιολόγηση ή για την άρση της μονιμότητας θυμίζει λίγο το παλιό σοβιετικό ανέκδοτο: Μέχρι να φτάσει (δεν αργεί) η ώρα που τη δουλειά των υπαλλήλων θα την αναλάβουν αξιόπιστα –ακριβή και άκαπνα– bots, εμείς θα κάνουμε ότι τους αξιολογούμε κι εκείνοι θα κάνουν ότι αξιολογούνται. Εμείς θα κάνουμε ότι τους εξισώνουμε με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα κι εκείνοι θα κάνουν ότι εξισώνονται.
Μέχρι να αναλάβουν τα αμερόληπτα bots, το παλαιό κράτος θα βρίσκει ξέφωτα για να αναδυθεί μέσα από το ψηφιακό δάσος. Ενας σταθμάρχης θα αποκαλύπτει τη θανάσιμη αντοχή του ancien régime. Ενας οργανισμός διανομής αγροτικών επιδοτήσεων θα αποδεικνύει ότι το χρεοκοπικό ήθος είναι πολύ σκληρό για να ξεριζωθεί από τα apps – τα εικονικά (ε)ρίφια της Κρήτης θα επιδοτούνται για να βόσκουν στην Τζια και στη Φλώρινα.
Οι νησίδες αναχρονισμού υπάρχουν επειδή τις αφήνουμε να υπάρχουν. Επειδή συμφέρουν. Ας μην τις καταλογίζουμε στο Σύνταγμα.
Επιρροές
Τη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ καμία ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν την έχει αμφισβητήσει. Ούτε η κυβέρνηση της Αριστεράς, για την οποία η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη (για να το ονομάσει κανείς με τον ηπιότερο όρο) αποτελεί στοιχείο ταυτότητας. Η πίεση των τελευταίων ημερών προς την κυβέρνηση των Αθηνών να πάρει θέση για την ανθρωπιστική καταστροφή που η κυβέρνηση του Ισραήλ προκαλεί στη Γάζα είναι θεμιτή, αλλά ταυτόχρονα και προσχηματική. Ασκείται εν είδει ηθικής πλειοδοσίας για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και όχι επειδή μπορεί κανείς στα σοβαρά να εισηγηθεί μια άλλη εξωτερική πολιτική, σε ένα πεδίο όπου ακόμη και η αμερικανική επιρροή έχει αποδειχθεί ανεπαρκής για να αλλάξει τα πράγματα. Υπό την πίεση, η Ελλάδα άλλαξε τόνο. Πολιτική όμως μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να αλλάξει. Οι άνθρωποι στη Γάζα είναι τραγικά αβοήθητοι. Και γι’ αυτό δεν φταίνε οι ένοχες σιωπές της αμήχανης Ελλάδας. Είναι ανατριχιαστικό, κι όμως αληθινό: η μόνη ελπίδα της Γάζας είναι ο Τραμπ.

