Eχουμε ξαναγράψει τη γνωστή φράση του Νίτσε: «Ο μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά οι πεποιθήσεις».
Είναι πολλοί εκείνοι που αρνούνται να μετακινηθούν από τις παγιωμένες πεποιθήσεις τους, ακόμη και όταν αυτές αμφισβητούνται από πλήθος γεγονότων και αποδείξεων. Αντιθέτως, η συνήθης συμπεριφορά τους είναι να αναζητούν επιχειρήματα που «τεκμηριώνουν» προκατασκευασμένες απόψεις τους.
Η λειτουργία των σόσιαλ μίντια έχει ενισχύσει έτι περαιτέρω αυτή την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η ίδια η φύση τους –που ούτως ή άλλως ενισχύει τον ναρκισσισμό των χρηστών– κάνει, ειδικά για τους πιο εκτεθειμένους εξ αυτών, εξαιρετικά δύσκολο να μετακινηθούν από απόψεις που έχουν διατυπώσει. Ταυτίζονται τόσο πολύ με όσα έχουν υποστηρίξει, που νιώθουν ως προσωπική «ταπείνωση» την ανασκευή μιας παλαιότερης θέσης τους.
Μπορεί στο ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών η κοινή γνώμη να λειτουργήσει διαφορετικά; Μπορεί το κλίμα να αλλάξει ριζικά αν τα πορίσματα επιστημόνων ή της Δικαιοσύνης δεν συνάδουν με τις πεποιθήσεις που είχαν σχηματιστεί; Μπορεί, αλλά όχι άμεσα και μόνο εν μέρει.
Η οποιαδήποτε αλλαγή χρειάζεται χρόνο. Σε πρώτη φάση είναι αφελές να περιμένει κάποιος ότι κόμματα που επένδυσαν και ωφελήθηκαν πολιτικά από τις φορτίσεις που δημιουργούσε η τραγωδία των Τεμπών θα ανασκευάσουν όσα υποστήριξαν. Ή ότι οι πολίτες που υιοθέτησαν μια συγκεκριμένη ρητορική θα την εγκαταλείψουν πάραυτα.
Η συντριπτική πλειονότητα όσων απεχθάνονται την κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να της καταλογίζει τα πάντα και να έχει εξίσου απόλυτη θέση απέναντί της, ό,τι κι αν καταδείξει η επιστημονική ή δικαστική έρευνα. Οπως, αντιστοίχως, πολλοί φανατικοί υποστηρικτές της κυβέρνησης δεν θα αναιρούσαν τη στήριξή τους αν τα πορίσματα ήταν αντίθετα.
Εκτός από τους παραπάνω βέβαια υπάρχουν οι πολίτες που απλώς θέλουν να διαλευκανθεί η υπόθεση, να αποδοθούν ευθύνες για την τραγωδία και να αλλάξει κάτι στη χώρα και ειδικά στις δημόσιες συγκοινωνίες. Πολίτες που ενοχλήθηκαν από συγκεκριμένους χειρισμούς και ταυτίστηκαν με τους συγγενείς των θυμάτων, όχι απαραίτητα επειδή συμφωνούν με όλα όσα λένε, αλλά επειδή μπήκαν στη θέση τους.
Το πολιτικά κρίσιμο κοινό δεν είναι οι φανατικοί ένθεν κακείθεν, που θέλουν αναθέματα ή πανηγυρισμούς, αλλά εκείνοι που μετά τα τελευταία πορίσματα μπορεί να σκεφτούν, «μήπως τελικά δεν ήταν έτσι;».
Η πλειονότητα αυτών αναγνωρίζει την πολιτική εργαλειοποίηση του θέματος –ίσως και να ενοχλείται από αυτήν–, κουβαλάει όμως το τραύμα μιας μεγάλης αποτυχίας του κράτους και έχει απαιτήσεις από την κυβέρνηση να αλλάξει η κατάσταση.
Οι πολίτες αυτοί, ναι, μπορούν να παρακολουθήσουν πιο ψύχραιμα και πιο καλόπιστα τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση. Δεν σημαίνει ότι θα αλλάξουν άποψη, ότι από σφόδρα επικριτικοί προς την κυβέρνηση θα γίνουν υποστηρικτικοί ή το αντίθετο. Θα μπορούν όμως πλέον να ακούσουν και να αξιολογήσουν πιο ψύχραιμα τι έχει συμβεί. Και δύσκολα θα συμβάλουν με τη στάση τους στη δημιουργία ενός κλίματος αντίστοιχου με εκείνου της περιόδου που προηγήθηκε των μεγάλων συλλαλητηρίων του περασμένου Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου.
Μπορεί με τα πορίσματα που τώρα έρχονται στη δημοσιότητα να αλλάξει το πολιτικό κλίμα; Πολλά θα κριθούν στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης. Η κυβέρνηση έχει ένα επιχείρημα στα χέρια της. Οτι τα πορίσματα μοιάζουν να αποδομούν τη θεωρία του παράνομου φορτίου, άρα αμφισβητούν το κίνητρο της «συγκάλυψης». Είναι λογικό και αναμενόμενο να το αναδείξει αυτό, δεδομένου ότι το πολιτικό κόστος τής το προκάλεσε κυρίως αυτή η υποψία.
Θα είναι λάθος όμως για τη Ν.Δ. να χάσει το μέτρο στην πολιτική αντιπαράθεση. Ασφαλώς και πρέπει να εγκαλέσει τα κόμματα που επένδυσαν σε θεωρίες που σήμερα μοιάζουν να καταρρίπτονται. Κυρίως, όμως, πρέπει να απευθυνθεί σταθερά στο κοινό των πιο μετριοπαθών πολιτών. Εκείνων που δεν την απορρίπτουν συλλήβδην, αναγνωρίζουν ότι έχουν γίνει κάποια πράγματα και έχουν από εκείνη προσδοκίες υψηλότερες από τις ανάγκες της εφήμερης πολιτικής αντιπαράθεσης. Το πολιτικά κρίσιμο κοινό εν προκειμένω δεν είναι οι φανατικοί ένθεν κακείθεν, που θέλουν αναθέματα ή πανηγυρισμούς, αλλά εκείνοι που μετά τα τελευταία πορίσματα μπορεί να σκεφτούν, «μήπως τελικά δεν ήταν έτσι;».
Από την άλλη πλευρά, αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιμείνουν να επενδύουν σε μια ρητορική που μπορεί να αμφισβητηθεί από τα δεδομένα, θα περιορίσουν την επιρροή τους μόνο μεταξύ όσων έχουν ακλόνητες και βεβαιωμένες πεποιθήσεις. Ενα κοινό, όμως, που προϊόντος του χρόνου σταδιακά θα μειώνεται όσο δεν τροφοδοτείται από νέες θεωρίες. Οσο σημαντικό, ευαίσθητο και τραυματικό για την κοινωνία μας κι αν είναι το ζήτημα των Τεμπών, πολύ δύσκολα θα παραμείνει στην επικαιρότητα με την ίδια ένταση που υπήρχε την περίοδο προ των μεγάλων συλλαλητηρίων.
Κάποια κόμματα –όπως η Πλεύση Ελευθερίας ή η Ελληνική Λύση– τα οποία ευνοούνται από το κλίμα που δημιουργείται με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, δεν έχουν λόγο να αλλάξουν στρατηγική. Για κάποια άλλα όμως –όπως το ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ– που δεν ωφελούνται όταν πολιτεύονται μονοθεματικά και που χάνουν στο πεδίο της οξύτητας, το να παραμείνουν εγκλωβισμένα σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτης έντασης, στο οποίο θα αμφισβητείται κάθε πόρισμα και κάθε θεσμική διαδικασία, είναι πολιτικά ατελέσφορο.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

