«Αν με ρωτήσεις, ας πούμε, ποιος θα είναι ο επόμενος διοικητής της ΔΕΗ, το ξέρω ήδη». Απέμενε ακόμη πάνω από μισός χρόνος για τις εκλογές του 2019. Ολα έδειχναν ότι η Ν.Δ. ερχόταν πλησίστια στα πράγματα. Ο επιτελής του κόμματος ήθελε να δείξει στον συνομιλητή του πως η επόμενη εξουσία δεν είχε επαναπαυθεί στους αντιπολιτευτικούς αυτοματισμούς του αντισύριζα μετώπου. H προετοιμασία της για τη διακυβέρνηση είχε προχωρήσει τόσο, ώστε να ξέρει πώς και με ποιους θα απασφάλιζε τις νάρκες που επρόκειτο να αφήσουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο δημοσιονομικό υπέδαφος.
Στη ΔΕΗ –στη μεγαλύτερη ελληνική επιχείρηση που απειλούσε τότε να συμπαρασύρει την εθνική οικονομία σε έναν νέο γύρο υποτροπής– η δουλειά έγινε. Στα τρένα γιατί δεν έγινε; Η κυβέρνηση είχε τη μεταρρυθμιστική τεχνοτροπία για να καθαρίσει τα ζόμπι του κράτους της χρεοκοπίας. Είχε και το πολιτικό κίνητρο να δείξει ότι, ανεξάρτητα με τους πάντοτε βραδείς ρυθμούς της Δικαιοσύνης, κινείται η ίδια για να επουλώσει το εθνικό τραύμα των Τεμπών. Γιατί τότε αφέθηκε στα ληθαργικά αντανακλαστικά μιας δημοσιοϋπαλληλικής διαχείρισης, που κάποιοι τεχνοκράτες στο Μαξίμου αναγνώριζαν ιδιωτικώς ως «μενταλιτέ πολιτευτή Ρούμελης»;
Το σχέδιο που λάνσαρε προχθές με την επικοινωνιακή φούρια του αναπληρωτή υπουργού Κυρανάκη –και την επίνευση του λιγνιτοκαπνισμένου αντιπροέδρου Χατζηδάκη– η κυβέρνηση λειτουργεί και ως έμμεση αυτοκριτική για την απώθηση του σιδηροδρομικού ελλείμματος επί μία διετία. Το ίδιο το πλάνο δεν περιλαμβάνει πρωτοτυπίες. Συνιστά μια αναδιατύπωση ήδη καταγεγραμμένων προτεραιοτήτων, που θα επιδιωχθούν τώρα υπό ένα πιο ευέλικτο οργανωτικό σχήμα.
Γιατί έμεινε αχρησιμοποίητη η τεχνογνωσία της ΔΕΗ;
Πρωτοτυπίες άλλωστε δεν χρειάζονταν. Θα αρκούσε η κυβέρνηση να είχε μιμηθεί νωρίτερα τον εαυτό της. Δεν θα είχε, πιθανότατα, αποφύγει την πυρόσφαιρα της αντισυστημικής καχυποψίας για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Θα είχε όμως αντιμετωπίσει από καλύτερη θέση τη δίκαιη δυσπιστία δικών της ψηφοφόρων για τη διάψευση της επαγγελίας περί «ευρωπαϊκών τρένων» μετά τα Τέμπη.
Με ζήλο πολιτικού κασκαντέρ, ο Κυρανάκης έχει επιδοθεί από την πρώτη ημέρα σε επίδειξη hoodie. Ενδεδυμένος την κάζουαλ στολή επιστράτευσης, φωτογραφίζεται σε σταθμούς και συρμούς, δοκιμάζοντας την ετοιμότητα των εργαζομένων και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτόματης πέδησης. Στους καναπέδες των πρωινών εκπομπών παρουσιάζει το εγχείρημά του σαν άσκηση αυταπάρνησης «με ρίσκο».
Το ρίσκο όμως δεν είναι (μόνο) προσωπικό. Σε ένα πεδίο όπου η κυβέρνηση επιχειρεί την ταχεία αυτοδιόρθωσή της, το ρίσκο μεγαλώνει δυσανάλογα, όταν η αυτοδιόρθωση συντελείται σε συνθήκες διαρκούς μιντιακής έκθεσης. Ο προβολέας που φωτίζει την αεικίνητη προθέρμανση θα φωτίσει μοιραία, δίχως έλεος, και το αποτέλεσμα.
Το αποτέλεσμα θα μετρηθεί σύντομα με ένα και μοναδικό κριτήριο: πόσο θα έχει αλλάξει η εμπειρία τού Αθήνα – Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 2026; Θα πάψει το τρένο να προσλαμβάνεται σαν πάνδημο ρίσκο;

