Οταν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ ορκίστηκε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 4 Μαρτίου 1933, η Αμερική βρισκόταν στο ναδίρ της Μεγάλης Υφεσης. Το τραπεζικό σύστημα κατέρρεε, η ανεργία άγγιζε το 25% και η απελπισία κυριαρχούσε. Εκείνο που ακολούθησε τις επόμενες 100 ημέρες από την ορκωμοσία έμελλε να αλλάξει για πάντα την αμερικανική κοινωνία και να θέσει ένα απαιτητικό σημείο αναφοράς που θα στοίχειωνε κάθε επόμενο ηγέτη – τουλάχιστον μέχρι τον σημερινό.
Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, ο Ρούζβελτ κήρυξε τετραήμερη «τραπεζική αργία» για να σταματήσει τον πανικό των καταθετών. Κατόπιν ξεκίνησε μια νομοθετική επίθεση άνευ προηγουμένου με αφετηρία προεδρικά εκτελεστικά διατάγματα (99 μέσα στις πρώτες 100 ημέρες της κυβέρνησης), σε συνεργασία με το Κογκρέσο και με συνεχώς αυξανόμενη υποστήριξη από την κοινωνία. Σε εκείνο το μικρό διάστημα, ψηφίστηκαν 15 σημαντικά νομοσχέδια που αποτέλεσαν τη βάση του New Deal. Με αυτές τις ρηξικέλευθες αλλαγές, ο Ρούζβελτ κατόρθωσε να σταματήσει τον πανικό των καταθετών και να αποκαταστήσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αναδιάρθρωσε την κυβέρνηση και επέκτεινε την παρουσία του ομοσπονδιακού κράτους στην οικονομία και στην κοινωνία, δημιούργησε το δίχτυ κοινωνικής προστασίας με την κοινωνική ασφάλιση, κατέρριψε πολλά εμπόδια στο εμπόριο και, στη συνέχεια, δημιούργησε ένα νέο σύστημα διεθνών δημοκρατικών συμμαχιών που εξελίχθηκε κατόπιν στη γνωστή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Πέρα από τη νομοθετική δραστηριότητα, ο Ρούζβελτ μετασχημάτισε την αντίληψη των Αμερικανών για τον ρόλο της κυβέρνησης. Με τις περίφημες ραδιοφωνικές ομιλίες του επικοινωνούσε άμεσα με τους πολίτες, εξηγώντας τις πολιτικές του, προσφέροντας ελπίδα και χτίζοντας εμπιστοσύνη σε μια εποχή όπου η πίστη στους θεσμούς είχε σχεδόν εξανεμιστεί.
Οι πρώτες 100 ημέρες της δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, που συμπληρώνονται την Τετάρτη, έχουν δύο ουσιώδεις διαφορές και μία ουσιώδη ομοιότητα με εκείνες του Ρούζβελτ το 1933, παρά τα 92 χρόνια που τις χωρίζουν. Η πρώτη διαφορά βρίσκεται στο ιστορικό πλαίσιο: Ο Ρούζβελτ κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια πρωτοφανή οικονομική κατάρρευση που απειλούσε την ίδια τη συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας, ενώ ο Τραμπ ανέλαβε σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία. Η ουσιώδης ομοιότητα βρίσκεται στον ριζοσπαστικό χαρακτήρα των δύο εγχειρημάτων, καθώς και στις δύο περιπτώσεις οι δύο ηγέτες επιχείρησαν –και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν– να αλλάξουν τον χαρακτήρα της αμερικανικής δημοκρατίας. Εδώ όμως υπεισέρχεται η δεύτερη μεγάλη διαφορά, η οποία αφορά το τελικό αποτέλεσμα του πολιτικού ριζοσπαστισμού: ενώ η Αμερική του Ρούζβελτ προχώρησε με νέα αυτοπεποίθηση προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση, η Αμερική του Τραμπ βρίσκεται σε φάση ανόθευτου λαϊκισμού, που ίσως μάλιστα την ωθήσει σε κατρακύλα προς πολιτικό αυταρχισμό.
Οπως ο Ρούζβελτ, ο Τραμπ επέδειξε άμεση αποφασιστικότητα για δράση. Κυβερνά κυρίως μέσω εκτελεστικών διαταγμάτων (μέχρι στιγμής έχει εκδώσει πάνω από 130, αλλά έχει υπογράψει μόνο πέντε νέους νόμους), πράγμα που κάνει πολλούς να μιλούν κιόλας για «συνταγματική κρίση». Αντίθετα από τον Ρούζβελτ που επέκτεινε την παρουσία του ομοσπονδιακού κράτους στην οικονομία και στην κοινωνία, ο Τραμπ επιτέθηκε στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία –αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «βαθύ κράτος»– καταργώντας κρίσιμες υπηρεσίες χωρίς τη συγκατάθεση του Κογκρέσου, επιδιώκοντας να αποκτήσει πλήρη έλεγχο στις λειτουργίες του.
Ενώ η Αμερική του Ρούζβελτ προχώρησε με νέα αυτοπεποίθηση προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση, η Αμερική του Τραμπ βρίσκεται σε φάση ανόθευτου λαϊκισμού, που ίσως μάλιστα την ωθήσει σε κατρακύλα προς πολιτικό αυταρχισμό.
Παράλληλα, ο Τραμπ επιδόθηκε στη συστηματική αποδόμηση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως είναι τα δικαστήρια, ο Τύπος και τα πανεπιστήμια: Στο σύντομο διάστημα της έως τώρα προεδρίας του, αγνόησε δικαστικές αποφάσεις, ταπείνωσε δικαστές που τολμούν να αντισταθούν, απέλυσε μη φίλα διακείμενους εισαγγελείς, μοίρασε αγωγές εναντίον ανεξάρτητων ΜΜΕ, ξεκίνησε έρευνες εναντίον δημόσιων ραδιοφωνικών σταθμών, απέκλεισε από τις προεδρικές συνεντεύξεις δημοσιογράφους με κριτική άποψη, επέβαλε κρατικό έλεγχο σε μεγάλα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μείωσε τη χρηματοδότηση αρκετών από αυτά και απειλεί με περισσότερες περικοπές για όσα αντιστέκονται.
Στο διεθνές πεδίο, ο Τραμπ αφενός μεν επιδίδεται στο να καταστρέφει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα υπέρ του οικονομικού εθνικισμού, αφετέρου δε, αποδομεί τη μεταπολεμική δημοκρατική και φιλελεύθερη τάξη, αμφισβητώντας παραδοσιακές συμμαχίες και διεθνείς συμφωνίες. Στην πραγματικότητα, όμως, υπονομεύει τον ρόλο της Αμερικής ως εγγυητή της διεθνούς τάξης και την οδηγεί προς τον απομονωτισμό. Σε δε επίπεδο κοινωνίας, ο Τραμπ επιδιώκει και ενθαρρύνει ενεργά την κοινωνική και πολιτική πόλωση, αντιμετωπίζοντας τη διχαστική ρητορική όχι ως πρόβλημα, αλλά ως στρατηγικό πλεονέκτημα. Αντί να επιδιώξει συναίνεση, με συστηματικές επιθέσεις στους πολιτικούς του αντιπάλους, αξιοποιώντας κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα, επενδύει στην ένταση και στην αγανάκτηση δημιουργώντας ένα πολιτικό κλίμα όπου η πόλωση δεν είναι παρενέργεια, αλλά ζητούμενο.
Στις δικές του 100 πρώτες ημέρες, ο Ρούζβελτ ζήτησε από τους Αμερικανούς να επανεκτιμήσουν τις αξίες της δημοκρατίας τους με την ενθάρρυνση: «Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε παρά μόνο τον ίδιο τον φόβο». Σήμερα ο Τραμπ χρησιμοποιεί τον φόβο ως πολιτικό όπλο. Κινούμενος χωρίς αξιακή πυξίδα και δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον για τη δημοκρατία, το βασικό που ζητάει είναι η καθολική υποταγή στην προσωπική του εξουσία.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας.

