Ο βασικότερος στόχος της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να ισχυροποιήσει τη θέση της –μετά μια περίοδο κάμψης και έντονης φθοράς– είναι να ανακτήσει τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας. Η δημόσια συζήτηση να επικεντρωθεί ξανά σε ζητήματα πολιτικής και ιδίως σε εκείνα που την ευνοούν. Οσο στην πολιτική επικαιρότητα κυριαρχούν θέματα που τροφοδοτούν έντονες συγκρούσεις και ανεξέλεγκτη τοξικότητα, τα όποια θετικά μηνύματα δεν ακούγονται εύκολα. Οχι μόνο από τη σημερινή κυβέρνηση, από οποιαδήποτε. (Για την ακρίβεια, ανάλογος θα έπρεπε να είναι ο στόχος και του ΠΑΣΟΚ, αλλά για την οικονομία της ανάλυσης ας εστιάσουμε σήμερα μόνο στην κυβέρνηση.)
Μια τέτοια στρατηγική μοιάζει να βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως τουλάχιστον προκύπτει από μια σειρά κυβερνητικών πρωτοβουλιών του τελευταίου διαστήματος, με σημαντικότερη τις εξαγγελίες για οικονομικές παροχές λόγω του υπερπλεονάσματος του προϋπολογισμού.
Το ποιος μπορεί να είναι ο πολιτικός αντίκτυπος αυτών των εξαγγελιών ασφαλώς δεν μπορεί να εκτιμηθεί στην παρούσα φάση. Η εκλογική ιστορία δεν απαντά με βεβαιότητα στο αν και πόσο οι παροχές αποδίδουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που απέδωσαν, όταν η κυβέρνηση που τις έκανε διέθετε ακόμα πολιτικό κεφάλαιο, υπάρχουν και άλλες που δεν επηρέασαν τις τάσεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί.
Οι πρώτες ενδείξεις όμως συντείνουν στο ότι η κυβέρνηση εισπράττει κάποια οφέλη, που μένει να φανεί αν είναι πρόσκαιρη αναλαμπή ή απαρχή μιας πορείας ανάκαμψης.
Κατ’ αρχάς, οι πολίτες που ωφελούνται από τα μέτρα είναι πολλοί, καθώς υπολογίζονται σε περίπου 2,5 εκατομμύρια. Είναι δε κοινό το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να «ακούσει» την κυβέρνηση. Το να επιχειρήσει κάποιος να απαξιώσει μέτρα που αφορούν τόσο πολύ κόσμο είναι πολιτικά ατελέσφορο.
Επίσης, η δημόσια συζήτηση επανέρχεται σε ζητήματα πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Το πώς προήλθε και πώς διανέμεται το υπερπλεόνασμα –παρά τις όποιες επιμέρους επιφυλάξεις μπορεί να έχει κάποιος– είναι πιο ασφαλές πεδίο σύγκρουσης για την κυβέρνηση στην αντιπαράθεσή της με τους ανταγωνιστές της, παρά την όποια δυσαρέσκεια και φθορά καταγράφει σήμερα. Είναι δε ένα ζήτημα που λόγω ευρύτερου ενδιαφέροντος κανένα κόμμα δεν μπορεί να υποβαθμίσει και κανένα Μέσο, όσο αντικυβερνητικό και αν είναι, δεν μπορεί να παραβλέψει.
Με τις πρωτοβουλίες αυτές η κυβέρνηση επιχειρεί να χτίσει σταδιακά ένα αφήγημα με θετικά μηνύματα. Καλή πορεία της οικονομίας την οποία αναγνωρίζουν οι διεθνείς παράγοντες, επίτευξη στόχων, μέτρα που μπορεί να προκάλεσαν αντιδράσεις αλλά πλέον αποδίδουν, επιτυχίες που δεν μένουν στους δείκτες αλλά επιστρέφουν στην κοινωνία. Διαμορφώνει έτσι ένα πλαίσιο στρατηγικής και πολιτικού λόγου όπου η «ευημερία των αριθμών» μετουσιώνεται σε συγκεκριμένα και εξατομικευμένα οφέλη για τους πολίτες.
Οι πολίτες που ωφελούνται από τα μέτρα υπολογίζονται σε περίπου 2,5 εκατομμύρια. Το να επιχειρήσει κάποιος να απαξιώσει μέτρα που αφορούν τόσο πολύ κόσμο είναι πολιτικά ατελέσφορο.
Το πόσο πειστική και αποτελεσματική μπορεί να είναι η στρατηγική αυτή θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Η φθορά της κυβέρνησης είναι πλέον ορατή και δεν είναι ένας ο λόγος που την τροφοδοτεί. Ζητήματα που πλήττουν την εικόνα της είναι βέβαιο ότι θα επανέλθουν στην επικαιρότητα. Λάθη θα ξαναγίνουν, και όσο ο χρόνος περνά, «συγχωρούνται» λιγότερο.
Μένοντας στην οικονομία, πολλά θα εξαρτηθούν από το ποια άλλα μέτρα πολιτικής θα ακολουθήσουν και για άλλες κοινωνικές ομάδες – ειδικά εκείνες που αποτελούν τον εκλογικό κορμό της Ν.Δ. Η κυβέρνηση «προαναγγέλλει» ότι στη ΔΕΘ η έμφαση θα δοθεί στη στήριξη της μεσαίας τάξης κυρίως μέσω φοροαπαλλαγών. Μένει να φανεί το περιεχόμενο και φυσικά η αποδοχή των μέτρων αυτών.
Ενώ απολύτως κρίσιμες θα είναι οι πληθωριστικές τάσεις, καθώς η ακρίβεια υπονομεύει σταθερά οποιοδήποτε θετικό αφήγημα επιχειρεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση.
Το μείγμα μεταρρυθμίσεις/φοροαπαλλαγές από τη μία και στοχευμένες παροχές από την άλλη, λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά στις εκλογές του 2023. Οι όποιες επιτυχίες σε κάποιους τομείς (μείωση ανεργίας, επενδύσεις, ψηφιοποίηση κράτους, επίλυση εκκρεμών συντάξεων, εξοπλιστικά, διεθνής εκπροσώπηση της χώρας κ.ά.) δημιουργούσαν τη βάση ενός θετικού αφηγήματος. Ενώ οι στοχευμένες δράσεις κοινωνικής στήριξης, κυρίως λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, έδωσαν τη δυνατότητα σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση να δείξει ότι νοιάζεται για ένα ακροατήριο που έως τότε την αντιμετώπιζε επιφυλακτικά.
Η τότε στρατηγική της Ν.Δ. τα είχε όλα. Και μειώσεις φόρων και επιδόματα. Και επενδύσεις και αυξήσεις συντάξεων. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής τριγωνοποίησης που απέδωσε και της επέτρεψε και να συσπειρώσει την παραδοσιακή της βάση και να συνάψει νέες κοινωνικές συμμαχίες με εισροές από όλο το πολιτικό φάσμα.
Βέβαια οι εκλογές δεν κρίνονται μόνο από την οικονομία. Το «It’s the economy, stupid» είναι ένα κλισέ που πρέπει να επανεξεταστεί. Τις εκλογές κρίνουν και άλλα ζητήματα υψηλού ενδιαφέροντος, τις κρίνουν η δημοφιλία και το ειδικό βάρος των πρωταγωνιστών, η πρόταση κυβερνησιμότητας, το τι εκπέμπει το κάθε κόμμα. Η πολιτική έχει τη δυναμική της, με κύκλους που ανοίγουν και κλείνουν, με τάσεις που εκφράζονται πλέον σε παγκόσμιο και όχι στενά τοπικό επίπεδο, η δε πολιτική φθορά είναι συχνά αναπόδραστη.
Οι όποιες εκτιμήσεις συνεπώς θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένες. Η κυβέρνηση έχει τα όπλα της –κυρίως το ότι έχει την πιο καθαρή πρόταση πολιτικής και κυβερνησιμότητας–, έχει και τα τρωτά σημεία της. Το ίδιο και τα άλλα κόμματα. Το πώς θα τα διαχειριστεί ο καθένας μένει να φανεί. Το βέβαιο είναι πάντως ότι η μάχη για τον έλεγχο της ατζέντας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση του «πολέμου».
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

