Το έλεγαν «τσατμά». Επλεκαν πρώτα τον ξύλινο σκελετό και μετά τον παραγέμιζαν με λάσπη. Το σπίτι στηνόταν χειροποίητο, από συγγενείς και φίλους.
Ο Μ. ήταν τυχερός. Τους περισσότερους στη σειρά του τους έστειλαν στην Κορέα. Σε εκείνον έλαχε ο κλήρος ο καλός – να μην εκστρατεύσει. Εξέλαβε το νεύμα της τύχης σαν επείγουσα διαταγή να διαιωνίσει το γένος: Με το πού απολύθηκε από τον στρατό, το 1952, παντρεύτηκε το κορίτσι του, την Π. Εχτισε με τα χέρια του έναν τσατμά. Ενα κουζινάκι κι ένα δωμάτιο όλο κι όλο, που μέσα σε λίγα χρόνια στέγαζε ήδη μια πενταμελή οικογένεια. Δυο αγόρια κι ένα μωρό ημερών.
Δεν ήταν ακόμη σπίτι κανονικό. Του έλειπαν όλα, αλλά δεν του έλειπε τίποτε. Στο χώμα έξω είχε λουλούδια φυτεμένα. Η ζωή μέσα του και εκτός έσφυζε με τον προσφυγικό ρυθμό: Ανέχεια δεν σημαίνει μιζέρια. Δεν αφήνουμε το λίγο να μας λιγοστέψει.
Πρέπει να ήταν άνοιξη εκείνο το πρωί. Ο μόνος που το θυμόταν και είχε τη δύναμη να το διηγηθεί ήταν ο μεγάλος γιος – τότε έξι ετών. Η διήγησή του ήταν πάντα αγχωμένη, κομμένη αραιά και πού από πνιχτό λυγμό. Θυμόταν, όμως, ανθισμένες τις τριανταφυλλιές.
Πρώτος ξύπνησε ο Μ. Είδε ότι το μωρό δεν είχε ανάσα. Το τράβηξε αργά αργά κάτω από το σώμα της Π. – να της το πάρει χωρίς να την ξυπνήσει. Ο μεγάλος γιος τα είδε όλα: «Θυμάμαι τον πατέρα μου να κυλιέται στα χώματα, διπλωμένος μέσα στις τριανταφυλλιές, με το άψυχο μωρό στην αγκαλιά».
Η σιωπή ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κυλήσει ύστερα η ζωή. Σιωπή, κυρίως για χάρη της Π. που δεν θα μπορούσε να σηκώσει την αμφιβολία για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Σιωπή ίσον λήθη.
Πολλά χρόνια αργότερα, στην παραζάλη των πολυήμερων ετοιμασιών για το τραπέζι του Πάσχα, η Π. έσκισε τη γάμπα της. Πάτησε ένα σαθρό ξύλινο σκαλί. Το ξύλο έσπασε. Το σίδερο της σκάλας μπήκε βαθιά στο δέρμα της. Αίμα ποτάμι. Ολοι πανικοβλήθηκαν. Γρήγορα στο νοσοκομείο, της είπαν. Εκείνη είπε, δεν πειράζει. Θα θρέψει. Εχουμε δουλειές. Θα θρέψει μόνο του.
Δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει. Ετσι περνούσαν όλα τα τραύματα. Τα σκέπαζε η κρούστα της ζωής.
Τη Μεγάλη Παρασκευή η τραυματίας δεν πήγε στην εκκλησία. Κάθισε στον καναπέ και έβλεπε τον Επιτάφιο στην τηλεόραση. Εβλεπε και έκλαιγε βουβή. Αλλά κανείς δεν το θεώρησε ασυνήθιστο, γιατί η Π. ήταν πάντα πολύ ευσυγκίνητη. Μπορεί να μην καταλάβαινε τα εγκώμια, αλλά τα ένιωθε. Η μάνα που βλέπει τον γιο της «ύπτιο» και τον προσφωνεί «γλυκιά μου άνοιξη». «Φως των οφθαλμών μου».
Η ακολουθία τελείωσε. Η Π. είχε μείνει ασάλευτη και αδάκρυτη πια μπροστά στην τηλεόραση.
«Πουλάκι μου», είπε. «Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν τριαντα τριώ χρονώ. Θα είχε τα χρόνια του Χριστού».
Διά του Τέτση
Η καθεστωτική «σέλφι» στην Πινακοθήκη είναι ανοσία στους βανδάλους. Ποιος θα έχει πια όρεξη να συλήσει έναν θεσμό που αυτοβανδαλίζεται;
Ενα «όχι»
Είναι εύκολη η κριτική όταν μεσολαβεί ανάμεσα σε εμάς και σε εκείνους ένας ωκεανός. Είναι εύκολο να οικτίρεις από μακριά εκείνους που συνθηκολογούν με τον Τραμπ – πανεπιστήμια, μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, μέσα ενημέρωσης. Η συνθηκολόγηση μπορεί να είναι μια σώφρων στρατηγική επιβίωσης, προκειμένου να μην εκλείψουν εντελώς τα αντίβαρα, υπό την καθεστωτική πίεση των διώξεων και του οικονομικού στραγγαλισμού. Ομως, το επίδοξο καθεστώς έδειξε τα όρια της ισχύος του όταν υπέκυψε στην αναταραχή που το ίδιο είχε προκαλέσει στην αγορά ομολόγων. Ο μέγας τσαμπουκάς των δασμών κατέληξε σε μια πανικόβλητη κωλοτούμπα. Ο βασιλιάς φάνηκε γυμνός. Μέσα σε αυτό το ψυχοπολιτικό περιβάλλον, προσλαμβάνει ιστορική σημασία η άρνηση που άρθρωσε το αρχαιότερο ακαδημαϊκό ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν το Χάρβαρντ είχε υποκύψει, όλοι θα είχαν ηθικό άλλοθι να προσυπογράψουν την εκχώρηση της αυτονομίας τους στις βουλές της κυβέρνησης. Τώρα, έχουν ένα υπόδειγμα για να μετρήσουν και το δικό τους ανάστημα.

