Στο μέσον της δεύτερης θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη απολαμβάνει κάτι σπανιότερο κι από την ίδια την κοινοβουλευτική πλειοψηφία: μια αντιπολίτευση ανίκανη να αντιπροτείνει, να συνθέσει ή, έστω, να ενοχλήσει. Aντί για σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση στη βάση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων, το κοινοβουλευτικό τοπίο προσφέρει ένα παράξενο –και συνάμα αποκαρδιωτικό– θέαμα: μικρά και διασπασμένα κόμματα που λειτουργούν χωρίς αρχές, οργάνωση ή θετικό πολιτικό σχέδιο, ως μορφές χωρίς περιεχόμενο. Τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης μοιάζουν να εκπροσωπούν περιθωριακούς ρόλους σε ένα είδος κακού πολιτικού θεάτρου – απόκοσμα κατάλοιπα ξεπερασμένων εποχών, οχυρά παλαιοκομματικών αντιλήψεων, σκηνικά αντικείμενα σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν διαθέτει καμία απολύτως εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα, μόνιμη υπενθύμιση της μεταπολιτευτικής φθοράς, μοιάζει με «κόμμα-ζόμπι». Περιφέρεται στο πολιτικό πεδίο με την αισθητική και τα σύμβολα του παλιού εαυτού του, αλλά χωρίς οργανική σύνδεση με τις κοινωνικές δυνάμεις που το εξέθρεψαν. Κινείται από πολιτικό αυτοματισμό, με την ελπίδα μιας αυθόρμητης αναβίωσης και της επιστροφής στον δικομματισμό, παρά από επίγνωση του ρόλου του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης στον σύγχρονο πολιτικό καταμερισμό.
Αν το ΠΑΣΟΚ είναι ζόμπι, το ΚΚΕ είναι «κόμμα-αντίκα»: αξιοσέβαστο αλλά αμετάβλητο, φαντάζει σαν έπιπλο σε λαογραφικό μουσείο. Υπερασπίζεται σταθερά τη δική του «γραμμή», χωρίς ποτέ να διεκδικεί την ευθύνη της εξουσίας ή να διαλέγεται ουσιαστικά με το παρόν. Δεν εκπίπτει σε ευτελή δημαγωγία, αλλά ούτε συνομιλεί με την εποχή. Υπάρχει για να θυμίζει τι θα μπορούσε να ήταν σε ένα πιο «ένδοξο» παρελθόν – όχι για να απαντήσει στο τι χρειάζεται να γίνει στο μέλλον.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει μια πιο σύνθετη εικόνα. Ξεκίνησε ως φιλόδοξο πείραμα σύγκλισης της Αριστεράς, συγκυβέρνησε με την Ακροδεξιά και κατέρρευσε από την ανικανότητα της ηγεσίας και υπό το βάρος των αντιφάσεών του. Σήμερα, με συνεχώς μειούμενα ποσοστά, παραμένει «κόμμα-μακέτα»: έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα αντιπολιτευτικής δύναμης, αλλά δεν έχει εσωτερική συνοχή, πολιτική πρόταση ή κοινωνική αγκύρωση. Είναι μια πολιτική κατασκευή χωρίς θεμέλια, κάτι που προσπαθεί να υπάρξει με όρους επικοινωνίας, όχι ουσίας.
Ο Κυριάκος Βελόπουλος εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή σαν μια καρικατούρα εθνικολαϊκισμού Made in Greece, που συνδυάζει τηλεοπτικό κιτς, ελληνοχριστιανική ρητορική και θεωρίες συνωμοσίας. Με την αισθητική του τηλεμάρκετινγκ και τον στόμφο του αρχηγού-τηλεπροφήτη, η Ελληνική Λύση αποτελεί «κόμμα-παρωδία» που συσπειρώνει το θυμικό χωρίς να μεταφράζει τη δυσαρέσκεια σε πολιτικό σχέδιο. Δεν υπόσχεται μέλλον· μόνο αποκαλύψεις και προφητείες. Είναι το προϊόν ενός πολιτισμικού υπεδάφους, όχι μιας πολιτικής ανάγκης.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι το πιο καθαρά αρχηγικό κόμμα της Βουλής – ένα «κόμμα-μονόλογος», όπου η πολιτική δεν αποσκοπεί σε μεταρρυθμιστική συνεργασία, αλλά σε κοινό δημόσιο θέαμα. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν εκπροσωπεί κοινωνικές ή ιδεολογικές ομάδες, αλλά εκπέμπει προσωπικό λόγο με θεατρικότητα και νομική ρητορική. Πρόκειται για μια παράσταση που μοιάζει με ποινική δίωξη και διαθέτει τη θεατρικότητα μιας ηρωικής αντίληψης για τον λαό και τη δικαιοσύνη.
Εάν η Ελλάδα βυθιστεί σε νέα κρίση, η κοινωνία θα συνειδητοποιήσει, πάντως αργά, μια σκληρή αλήθεια: η χώρα αντί για εναλλακτικές, διαθέτει μόνο προσωπεία· αντί για ιδέες, ρητορικά τεχνάσματα· αντί για ηγέτες, πολιτικούς περφόρμερ.
Η Νίκη του Δημήτρη Νατσιού δεν είναι κόμμα με κοσμική ατζέντα. Είναι «κόμμα-κήρυγμα», με θρησκευτικό τόνο και αποστολικό ύφος. Δεν ενδιαφέρεται να πείσει με επιχειρήματα, αλλά να συγκινήσει με «αλήθειες». Δεν ζητάει συναίνεση, ζητάει πίστη. Αντί για πολιτικές προτάσεις, προτείνει πνευματική μετάνοια και αντί για πολιτικό διάλογο προτείνει την ορθοδοξία.
Τέλος, το κόμμα της Αφροδίτης Λατινοπούλου, αν και εκτός Βουλής, είναι ένα «κόμμα-επιτήδευση»: δεν προτείνει, δεν διαβουλεύεται, δεν οργανώνει. Επενδύει αποκλειστικά στη συστηματική πρόκληση, στην αισθητική αποστροφή προς την πολιτική ορθότητα και στη δημιουργία προσωπικής προβολής μέσω κοινωνικών δικτύων. Στην πραγματικότητα, η Φωνή Λογικής δεν είναι καν κόμμα: είναι μια ιστορία στο Instagram με κομματική σφραγίδα.
Σε μια υγιή δημοκρατία, η αντιπολίτευση έχει διπλό ρόλο: να ελέγχει την εξουσία και να προτείνει εναλλακτικές λύσεις. Οταν αυτή η δεύτερη λειτουργία χάνεται –ειδικά σε περιβάλλον κατακερματισμού– το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό σύστημα που μπλοκάρει τις μεταρρυθμίσεις, ενισχύει τον λαϊκισμό και είναι ευάλωτο σε κρίσεις.
Εάν η Ελλάδα βυθιστεί σε νέα κρίση, η κυβέρνηση, εξαντλημένη από τη μακρά παραμονή στην εξουσία, θα σηκώσει το βάρος της διαχείρισης και θα χρεωθεί την πιθανή αποτυχία. Ωστόσο, η κατακερματισμένη αντιπολίτευση, ανίκανη να προσφέρει εναλλακτικές ή να συγκροτήσει ουσιαστική πολιτική πρόταση, θα φέρει μερίδιο ευθύνης για το αδιέξοδο. Θα αντιμετωπίσουμε τότε ένα παράδοξο: η κυβέρνηση θα κρίνεται για τις πράξεις της, ενώ η αντιπολίτευση θα καταδικάζεται για την απουσία προτάσεων. Η χώρα θα βρεθεί στερημένη από τον ζωτικό πολιτικό ανταγωνισμό που απαιτεί μια υγιής δημοκρατία, με την κοινωνία να συνειδητοποιεί, πάντως αργά, μια σκληρή αλήθεια: αντί για εναλλακτικές, διαθέτει μόνο προσωπεία· αντί για ιδέες, ρητορικά τεχνάσματα· αντί για ηγέτες, πολιτικούς περφόρμερ. Και κάπως έτσι, η σημερινή πολιτική κατάσταση, που προκαλεί δυσπιστία και αποστασιοποίηση στους πολίτες, ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αποδυνάμωση των θεσμών και σε μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας, εάν δεν υπάρξει ουσιαστική ανανέωση του πολιτικού διαλόγου και των προτάσεων διακυβέρνησης.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας.

