Ο αντίπαλος που θέλει η Ν.Δ.

3' 59" χρόνος ανάγνωσης

Ακούστηκε συχνά, όχι μόνο από σχολιαστές των ΜΜΕ και του Διαδικτύου, αλλά και από επίσημα κομματικά χείλη: «Η Ν.Δ. προμοτάρει την Κωνσταντοπούλου γιατί προτιμά να έχει αυτήν ως αντίπαλο». Ο ισχυρισμός εμπεριέχει κάποιες αστήρικτες υποθέσεις αλλά και μια αλήθεια.

Την κ. Κωνσταντοπούλου σε πιο κεντρικό ρόλο την έφεραν οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, που οδήγησαν στις δημοσκοπήσεις που αποτυπώνουν την άνοδό της. Από την ώρα που κατέγραψε αυτή την άνοδο ήταν αναμενόμενο ότι η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω της και αυτό έχει να κάνει με τη δυναμική που διέπει τη δημόσια συζήτηση και όχι με τις μεθοδεύσεις οποιουδήποτε.

Οι ίδιες δημοσκοπήσεις εξάλλου αποτυπώνουν τη φθορά της Ν.Δ. Αν η Ν.Δ. μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα με τον τρόπο που ορισμένοι υπονοούν, αυτό που κυρίως θα φρόντιζε είναι τη δική της φθορά και όχι το ποιος είναι δεύτερος ή τρίτος, το οποίο –αν μη τι άλλο– είναι και ρευστό. Την τελευταία διετία, η δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις έχει αλλάξει κάτοχο τρεις φορές…

Η δημοσκοπική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας παρατηρήθηκε απότομα, εκκολάπτετο όμως αρκετό καιρό, κυρίως ως απότοκο της γενικότερης κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς και στο πολιτικό σύστημα. Κρίση που προϋπήρχε, αλλά ενισχύθηκε λόγω της τροπής που πήρε η τραγωδία των Τεμπών, η οποία τροφοδότησε έναν νέο κύκλο αντισυστημικότητας.

Στο περιβάλλον μεγάλης οξύτητας και έντασης που δημιουργήθηκε, το κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου –δευτερευόντως και του κ. Βελόπουλου– βρήκαν προνομιακό πεδίο δράσης, το οποίο και αξιοποίησαν πολιτικά.

Τα κόμματα της πιο «συστημικής» αντιπολίτευσης (το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ βασικά) ίσως θα πρέπει να ξαναδούν τη στρατηγική τους και να σκεφτούν αν τελικά με τη στάση τους συνέβαλαν και εκείνα στη δημιουργία ενός πολιτικού κλίματος που εκτός από την κυβέρνηση έπληξε τελικά και τα ίδια. Το να επιχειρήσουν να εκφράσουν το κλίμα που δημιουργήθηκε ήταν λογικό, εξ ου και η κριτική προς τις ηγεσίες των κομμάτων δεν πρέπει να είναι αφοριστική. Δεν χωράει αμφιβολία όμως ότι στην πορεία το όλο ζήτημα δεν οριοθετήθηκε σωστά, αλλά λειτούργησε ως θρυαλλίδα μιας ανεξέλεγκτης τοξικότητας που εντέλει έπληξε και τα ίδια.

Υπάρχει και μία επιπλέον ερμηνεία των καταγραφόμενων τάσεων. Το ότι στην «παράσταση νίκης» εξακολουθεί να προηγείται η Ν.Δ., το ότι απέχουμε αρκετά από τις εκλογές και το γεγονός ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει δημιουργήσει προοπτική εξουσίας, οδηγεί ένα μέρος ψηφοφόρων να εκδηλώνει στις δημοσκοπήσεις την προτίμησή του όχι μόνο για το ποιος θέλει να κυβερνήσει, αλλά και για το ποιος θέλει να αντιπολιτεύεται σήμερα τη Ν.Δ. Κάτι που στην παρούσα φάση δεν αποτελεί πρόβλημα ούτε για την Πλεύση Ελευθερίας ούτε για την Ελληνική Λύση, δύο κόμματα που και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι τους τα χαρακτηρίζουν κόμματα «διαμαρτυρίας» και όχι «κυβερνητικά».

Αυτό βέβαια δεν μπορεί να διαρκέσει σε βάθος χρόνου. Πλησιάζοντας προς τις εκλογές η συζήτηση αναπόφευκτα θα εστιάσει στο πώς θα κυβερνηθεί η χώρα. Και εκεί πρέπει να υπάρχουν από όλους καθαρές απαντήσεις.

Η Πλεύση Ελευθερίας π.χ., που δεν πρόκειται να αποκτήσει ποσοστά αυτοδυναμίας, θα πρέπει να πει με ποιον θα ήθελε να συγκυβερνήσει. Με το ΠΑΣΟΚ στο οποίο τόσα έχει καταλογίσει; Το ΠΑΣΟΚ πώς θα το διαχειριστεί αυτό; Με τον ΣΥΡΙΖΑ, εναντίον του οποίου έχει αναφερθεί τόσο απαξιωτικά; Με το ΜέΡΑ25 με το οποίο δεν συνεννοήθηκαν ούτε καν την περίοδο που και τα δύο κόμματα πάλευαν για την είσοδό τους στη Βουλή;

Το ίδιο ερώτημα αφορά φυσικά και τον κ. Βελόπουλο. Θέλει να συγκυβερνήσει και, αν ναι, με ποιον; Και αν αποκλείει τη Ν.Δ., πώς θα διαχειριστεί το δεξιό κοινό του;

Η «αντισυστημικότητα» και η οξύτητα των συγκεκριμένων κομμάτων είναι η «καύσιμη ύλη» τους αυτή την περίοδο, αλλά είναι ταυτόχρονα και η δυσκολία που θα έχουν να διαχειριστούν προεκλογικά.

Αν δεν καταθέσουν τα ίδια μια πρόταση διακυβέρνησης, πλησιάζοντας στις εκλογές θα ταυτιστούν με την αστάθεια και την αβεβαιότητα. Σε ένα περιβάλλον λιγότερο αποσταθεροποιημένο εσωτερικά σε σχέση με τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, αλλά πολύ πιο ασταθές διεθνώς, αυτό ενδέχεται να πλήξει τόσο τα ίδια όσο και τα κόμματα που θα συσχετιστούν μαζί τους.

Οπότε έτσι καταλήγουμε στην «αλήθεια» του αρχικού ισχυρισμού: Τα κόμματα αυτά είναι όντως προτιμότερος αντίπαλος για τη Ν.Δ. Οχι μόνο επειδή έτσι θα διεκδικήσει ευκολότερα μετριοπαθείς ψηφοφόρους που όσο δυσαρεστημένοι και αν είναι μαζί της θα την προτιμήσουν μπροστά στο ενδεχόμενο η χώρα να κυβερνηθεί από την Πλεύση Ελευθερίας, αλλά και επειδή θα μπορεί να αξιοποιήσει καλύτερα το γεγονός ότι είναι το κόμμα με την πιο ξεκάθαρη θέση στο ζήτημα της κυβερνησιμότητας. Αν και τα υπόλοιπα κόμματα δεν αποκτήσουν μια καθαρή θέση ως προς αυτό, η Ν.Δ. θα έχει ένα μόνιμο πολιτικό πλεονέκτημα.

Βέβαια, το ποιος θα είναι ο αντίπαλος της Ν.Δ. δεν εξαρτάται από την ίδια. Η Ν.Δ. εξάλλου έχει τα δικά της, αρκετά σοβαρά, ζητήματα να διαχειριστεί για να αναλωθεί σε τέτοιους τακτικισμούς. Εξαρτάται περισσότερο από τα κόμματα της υπόλοιπης αντιπολίτευσης. Τα δικά τους στρατηγικά λάθη και τις δικές τους αδυναμίες εκμεταλλεύτηκε η κ. Κωνσταντοπούλου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT