Αν ένας συγγενής σας διέπραττε ένα έγκλημα και εσείς ήσασταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας, θα λέγατε ψέματα στο δικαστήριο για να τον καλύψετε; Από την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, μπορεί ένας κοινωνικός επιστήμονας να συμπεράνει σε τι είδους κοινωνία ανατραφήκαμε. Αν είμαστε Δυτικοί ή όχι. Αν ανήκουμε στον WEIRD (White, Educated, Industrialized, Rich and Democratic) ή στον μη WEIRD κόσμο.
Τη διάκριση κάνει με πολύ πειστικό τρόπο ο ανθρωπολόγος του Χάρβαρντ Τζόζεφ Χένριχ σε ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν από πέντε χρόνια (και περιέργως δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά). Οι WEIRD άνθρωποι –αυτό που με μία λέξη θα λέγαμε «Δυτικοί»– έχουν εσωτερικεύσει τους ηθικούς κανόνες και τείνουν προς την απρόσωπη τήρησή τους. Εχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και γι’ αυτό είναι λιγότερο πιθανό να ψευδορκήσουν για να γλιτώσει ένας δικός τους. Οι WEIRD άνθρωποι αισθάνονται ενοχές, αλλά όχι ντροπή. Την ενοχή μπορεί να τη βιώσει κανείς ατομικά (π.χ. πέρασα το μάθημα με αντιγραφή, δεν με κατάλαβε κανείς, αλλά νιώθω τύψεις). Η ντροπή κρέμεται πάντα από το βλέμμα των άλλων – από το είδωλό μου στον καθρέφτη της κοινότητας, γι’ αυτό και μπορεί να τη νιώθουν ακόμη και για πράξεις όχι δικές μου, αλλά των άμεσων συγγενών μου.
Αν θέλει να ορίσει κάποιος την ελληνική κοινωνία με βάση αυτό το δίπολο, μπορεί να διαβάσει την έρευνα που δημοσιεύει σήμερα η «Κ» στη σελ. 23 για τις αξίες των Ελλήνων (μέρος της World Values Survey, που έγινε εδώ με την ευθύνη της διαΝΕΟσις και του ΕΚΚΕ): 94,5% των Ελλήνων εμπιστεύονται την οικογένεια, αλλά μόλις 46,5% εμπιστεύονται τα δικαστήρια. Μόλις 9,7% δείχνουν εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που συναντούν πρώτη φορά. Σχεδόν το ένα τρίτο (30,9%) πιστεύει ότι οι ψήφοι στις εκλογές δεν μετριούνται σωστά.
Η κοινωνική καχυποψία (αυτός που δεν είναι γνωστός, μπορεί να με γελάσει, μπορεί να με μπλέξει) μεταφράζεται και σε δυσπιστία προς τους απροσωπόληπτους θεσμούς. Οι Ελληνες αισθάνονται ασφαλείς μόνον εντός του κύκλου του αίματος και της κοινότητας. Εξω από αυτόν, όλοι –άτομα και θεσμοί– είναι κατ’ αρχήν ύποπτοι. Είναι πιθανότερο να συνωμοτούν και να εξαπατούν, υπακούοντας σε ένα δεσμό σαν αυτόν που νιώθει και το υποψήφιο θύμα της εξαπάτησης: Αφού εγώ θα έλεγα ψέματα για να φυλάξω τον δικό μου, έτσι κάνουν και οι άλλοι.
Πώς μπορεί σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον να ριζώσουν θεσμοί όπως η αξιολόγηση; Ποιος θα εμπιστευθεί την αμεροληψία των αξιολογητών; Ποιος θα εμπιστευθεί τον εφέτη ανακριτή –μηνύστε τον!– ή τον εμπειρογνώμονα; Ποιος πιστεύει τη Βουλή όταν αναλαμβάνει ρόλο εισαγγελέα, ή όταν τον αποποιείται, στέλνοντας την κατηγορία στους φυσικούς δικαστές; Εδώ, η μία χαροκαμένη οικογένεια δεν εμπιστεύεται την άλλη, που έχει σημαδευθεί από την ίδια τραγωδία.
Αυτή η προπατορική καχυποψία (για την ιστορική προέλευση της οποίας ο Χένριχ προσφέρει στο βιβλίο του μια απροσδόκητη ερμηνεία) είναι το υπόγειο ρεύμα που διαβρώνει τα θεμέλια των θεσμών. Είναι το ρεύμα που κατά καιρούς βγαίνει στην επιφάνεια και λαμβάνει πολιτική έκφραση με φωνές έξαλλου μηδενισμού, μεταμφιεσμένου σε άτεγκτη ηθικολογία. Ολοι εγκληματίες! Ολοι φυλακή! Για να σωθεί, η χώρα πρέπει να καταστραφεί. Η χώρα είναι μια συνωμοσία που της αξίζει να διαλυθεί.
Σολιψισμός
Το να συζητάει κανείς με τον εαυτό του δεν είναι πάντα επικίνδυνο. Αρκεί ο εαυτός να είναι καλή επιρροή.
Καθρέφτες
Καμία έξαρση αντισυστημισμού δεν είναι εφικτή χωρίς τη συνενοχή του συστήματος. Κανένας λαϊκισμός δεν ευδοκιμεί, χωρίς να έχει προηγουμένως αποτύχει η –τρόπος του λέγειν– «ορθολογική» πολιτική να δώσει απαντήσεις σε θεμιτές κοινωνικές αγωνίες. Θα έπρεπε να το έχουν υπ’ όψιν τους εκείνοι που σήμερα αισθάνονται ευνοημένοι από τη διαμόρφωση ενός ανισοσκελούς διπολισμού μεταξύ «ευθύνης» και «υστερίας» – μεταξύ μονοπωλίου της διακυβέρνησης και εμπορίου του χάους. Η ανάδυση ενός αντισυστημικού πόλου λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης που μεγεθύνει τα κουσούρια του συστήματος: Αντανακλά τις αδυναμίες του ως συμπαιγνίες και τα ελλείμματά του ως εγκλήματα. Η λογική τού «μη χείρον» λειτουργεί εκεί που ακόμη μπορεί να λειτουργήσει μια κάποια λογική.

