Εντυπη έκδοση. Ακούσαμε τη φωνή του. Τον ακούσαμε να λέει ότι «έγινε τράκο», αλλά ο ίδιος δεν είχε φταίξει σε τίποτε. Είδαμε το βιβλίο με τις βάρδιες, σοβατισμένο με μπλάνκο. Η δημοσιογραφική έρευνα έψαξε και βρήκε ότι δεν ήταν μόνο οι συνθήκες επιλογής του προσωπικού διάτρητες. Ηταν και η υποδομή παρωχημένη, παρότι είχαν ξοδευτεί και ξαναξοδευτεί εκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό της.
Είχαμε, με δυο λόγια, ενώπιόν μας, διαυγές, όλο το πλέγμα των προσωπικών και συστημικών ανεπαρκειών που είχαν οδηγήσει στην τραγωδία – με ορατά τα νήματα υπηρεσιακών και πολιτικών ευθυνών. Είχαμε, επιπλέον, δύο χρόνια μετά, εξίσου έκδηλη την υστέρηση στην εξαγγελία ότι επρόκειτο, μετά το δυστύχημα, να αποκτήσουμε «κανονικό» σιδηρόδρομο. Δεν αρκούν αυτές οι πολιτικές ευθύνες; Δεν αρκούν για να απαιτήσει κανείς από τους κυβερνώντες λογοδοσία;
Οχι. Το συστημικό έλλειμμα –ομού με την κραυγαλέα ανικανότητα όσων βρέθηκαν στη μοιραία βάρδια– δεν είναι αρκετά «εγκληματικό» για να «δικαιολογήσει» τόσους θανάτους. Επρεπε να υπάρχει κάτι πιο ζοφερό από τα ήδη ενοχοποιητικά –και καταθλιπτικά– γεγονότα. Ετσι, άνοιξε ο ασκός με τις δοξασίες και τους «εμπειρογνώμονες» – ένα εμπόριο «υποψιών» που, πάρα πολύ γρήγορα, άρχισαν να διαδίδονται ως βεβαιότητες.
Εμπόριο υποψίας και ποινικής εκδίκησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Η χώρα είχε σπαταλήσει μια δεκαετία εξαιτίας της άρνησής της να αναγνωρίσει το είδωλό της στα δημοσιονομικά της δεδομένα – και να τα καταλογίσει. Τότε, είχε καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι η χρεοκοπία ήταν προϊόν συνωμοσίας. Τότε, είχαν στηθεί στη Βουλή οι δίκες της Ζωής. Το χρέος θα διαγραφόταν – με έναν γκρούβαλο που προσκαλούνταν στο ελληνικό Κοινοβούλιο σαν σαμάνος του δημοσίου χρέους. Η Γερμανία θα καταδικαζόταν να μας πληρώνει εσαεί. Ολοι θα έμπαιναν φυλακή. Μια ποινική δικονομία χωρίς σύνορα θα εξασφάλιζε την ευημερία μας.
Η επικράτηση της ίδιας μονολιθικής σκέψης επιχειρείται και σήμερα. Τα εικαζόμενα «εγκλήματα» έχουν αλλάξει – όπως έχουν αλλάξει και τα μέσα διάδοσης των δοξασιών, αν κρίνει κανείς από τη μετατροπή των πρωινάδικων σε εισαγγελικούς άμβωνες για ένα ρόλο. Ο τρόπος όμως είναι ίδιος: Οπως το κόμμα έχει μόνο ένα πρόσωπο –αυτό που διαγράφει όποιον βουλευτή διεκδικεί αυτόνομη ύπαρξη–, έτσι και το πρόσωπο έχει μόνο ένα σκοπό, ένα μήνυμα: να τους βάλει όλους φυλακή.
Ακόμη κι αν είχε δίκιο. Ακόμη κι αν όλοι, εκτός από την ίδια, είναι δολοφόνοι. Ακόμη κι αν αφεθεί να τους δικάσει στο Σύνταγμα και να τους ανασκολοπίσει –τυλίγοντάς τους σε πραγματογνωμοσύνες που δεν τις υποστηρίζουν πια ούτε εκείνοι που τις ανέμιζαν–, ποια είναι η επόμενη ημέρα που υπόσχεται η ιεροεξετάστρια μετά τον εξιλασμό; Τι θα μας κάνει αφού μας εξαγνίσει;
Το ποινικό ντελίριο είναι μια δύναμη αυτοκαταστροφής δίχως αύριο. Γι’ αυτό και μπορεί να ονομάσει μόνο αυτό που εννοεί να καταστρέψει.

