Από τα Αρχαία στα Νέα

4' 55" χρόνος ανάγνωσης

Αν η πρώτη παγίδα που αντιμετωπίζει ο ενδογλωσσικός μεταφραστής είναι η Παγίδα της βίαιης πλειοδοτικής «Επικαιροποίησης», η δεύτερη είναι η Παγίδα της Οικειότητας με τον μεταφραζόμενο λόγο, οικειότητας πραγματικής ή πλασματικής. Στη διανοητικά επικινδυνωδέστερη εκδοχή πρόκειται για την Παγίδα της Ιδιοκτησίας ή της Αποκλειστικής Κληρονομιάς, που φέρει την επιγραφή «αυτά είναι δικά μας, μόνο δικά μας, και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν».

Η νεοελληνική μοιράζεται πολλά με τις προηγούμενες φάσεις της ελληνικής γλώσσας, πλην όμως δεν ταυτίζεται μαζί τους ούτε συντακτικά ούτε όσον αφορά το λεξιλόγιο και το νόημα όλων των λέξεων. Συχνά η προφανής ομοιότητα, που περιορίζεται βέβαια στη γραπτή μορφή μιας λέξης και δεν αφορά και τον ήχο της, μας οδηγεί σε αστοχίες εξ αυτοπεποιθήσεως και αυτοματισμού. Ο αυτοματισμός, λ.χ., θα έδινε στο επίθετο «αργός» την κοινόχρηστη σήμερα (και μοναδική) σημασία του νωθρού, του βραδυκίνητου. Αλλά βέβαια οι ομηρικοί «κύνες πόδας αργοί» δεν ήταν βραδυκίνητοι. Ταχύτατοι ήταν. Στον Ομηρο το «αργός» σήμαινε ταχύς. Στον Πλάτωνα, και στη φράση του «αργός την διάνοιαν», σήμαινε νωθρόμυαλος.

Ο ενδογλωσσικός μεταφραστής γνωρίζει –οφείλει να γνωρίζει– ότι τα «γλωσσικά γονίδια» που επινόησε η εθνικιστική φαντασία είναι πλάσματα του μύθου. Δεν θα τον συντρέξουν αυτά στη δουλειά του αλλά η επίπονη μελέτη του πρωτοτύπου και της σχετικής φιλολογίας. Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά, αν δηλαδή είχαμε όλοι οι Ελληνες εκ γενετής φυτεμένο στην κεφαλή μας έναν αυτόματο μεταφραστή, δεν θα χρειαζόταν να μεταφράζουμε τα αρχαία ελληνικά σε νέα, αφού θα τα καταλαβαίναμε από την κούνια μας. Και με τις φασκιές ακόμα, θα εξηγούσαμε σε όποιον έστεκε πάνω από τη σαρμανίτσα μας και μας έλεγε «κουμπεπέ! κουμπεπέ!» πως αυτό που λέει στην πραγματικότητα είναι το «κούπα, ω παι!». Ναι, μά τον Δία και μά την αλήθεια, αυτή η «ετυμολογία» έχει δοθεί από διάφορους ευρηματικούς ελληνοφύλακες και ελληνεμπόρους στη «λεξούλα» της παιδιολέκτου.

Επίσης από κούνια θα είχαμε σωθεί από προβλήματα όπως η δυσλεξία και οι ψυχικές διαταραχές, προβλήματα που γιατρεύονται με τη γνώση και τη χρήση των αρχαίων ελληνικών, σύμφωνα με μια δημαγωγικότατη αλλά και κερδοσκοπική υπόθεση, αφού πάνω της στήνονται ολόκληρες παραβιοτεχνίες αρχαιοθεραπείας. Οπότε πρέπει κι εμείς να κάνουμε τη σαρκαστικά αντιρρητική υπόθεση πως ο Ηρακλής ο μαινόμενος και ο Αίας ο Τελαμώνιος δεν ήταν γνήσιοι Ελληνες. Αν ήταν, δεν θα περιέπιπταν σε μανία. Θα τους είχαν σώσει τα αντιμανικά γονίδιά τους.

Ποιητική Αδεια

Η τρίτη παγίδα έχει το όνομα Ποιητική Αδεια (ας πω εδώ, παρεμπιπτόντως, ότι όλο και πιο συχνά ακούμε και διαβάζουμε την ονομαστική και την αιτιατική «ποιητική αδεία», μάλλον λόγω εξάρτησης από τη δοτική αφενός, από την ολιγογνωσία μας αφετέρου). Το ενδεχόμενο να γράφει ο μεταφραστής τα δικά του ποιήματα, τα δικά του θεατρικά έργα, τα δικά του μυθιστορήματα, να είναι δηλαδή λογοτέχνης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί άλλοθι παράβλεψης του πρωτότυπου κειμένου ή θεώρησής του εξ αποστάσεως, από το ύψωμα της αυταρέσκειας που αρνείται τον κόπο της μελέτης.

Με τις φασκιές ακόμα, θα εξηγούσαμε σε όποιον μας έλεγε «κουμπεπέ! κουμπεπέ!» πως αυτό στην πραγματικότητα είναι το «κούπα, ω παι!». Ναι, μά τον Δία, αυτή η «ετυμολογία» έχει δοθεί από διάφορους ευρηματικούς ελληνοφύλακες και ελληνεμπόρους.

Οφείλουμε να εγκύπτουμε στο κείμενο-πηγή, όχι να ενσκήπτουμε καταπάνω του σαν οιηματίες αυτοσχεδιαστές που αδιαφορούν για τη γραμματική, το συντακτικό, τη μετρική, τον «νουν» του μεταφραζόμενου έργου, τη θέση του στην ιστορία της γραμματολογίας. Η ενδεχόμενη λογοτεχνική μας ιδιότητα δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εκ προοιμίου εξασφαλισμένο άλλοθι για τις αστοχίες που αναπόφευκτα γεννάει η πολλή αυτοπεποίθηση, ούτε σε εφαλτήριο ακροβασιών και ράθυμης απομάκρυνσης από το αρχαίο κείμενο.

Ενα τέταρτο πρόβλημα, εξαιρετικά σοβαρό, απορρέει από το γεγονός ότι ο ενδογλωσσικός μεταφραστής αδυνατεί, εκ των πραγμάτων, να προσπαθήσει να λύσει κάποιους γλωσσικούς ή νοηματικούς κόμπους συνομιλώντας με χρήστες της μεταφραζόμενης γλώσσας. Και δεν εννοώ εδώ τους ειδικευμένους χρήστες, τους φιλολόγους, που και αυτοί με τα γραπτά συνομιλούν. Εννοώ τον ομιλούντα δήμο, τη γλωσσική κοινότητα. Αν σκοντάψεις στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα λιθουανικά, στην ανάγκη θα ζήσεις για λίγο ή πολύ ανάμεσα σε Αγγλους, Γάλλους, Λιθουανούς, και πιθανότατα το αυτί σου θα σου προμηθεύσει τη λύση που δεν μπόρεσε να σου κομίσει η όρασή σου, η ανάγνωση. Αρχαίους Ελληνες πού να βρούμε; Και ποιου φύλου, ποιας πόλης-κράτους, ποιας διαλέκτου; Και να τους βρίσκαμε πάντως, η συνεννόησή μας διά της συνομιλίας και όχι διά της ανταλλαγής γραπτών σημάτων δεν θα ήταν τόσο εύκολη όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Πώς θα πρόφεραν άραγε τις λέξεις; Οπως εμείς; Ή όπως οι πιστοί του Εράσμου;

Μια τελευταία παγίδα είναι το δίλημμα, ή ψευδοδίλημμα όπως θέλω να πιστεύω, «φιλολογική ή λογοτεχνική μετάφραση;». Λέω ψευδοδίλημμα έχοντας κατά νουν τον αρχικό όμιλο των Μουσών, τον προ εννεάδας. Την τριάδα δηλαδή της Μελέτης, της Μνήμης και της Αοιδής, της φωνής, του τραγουδιού καλύτερα. Αν είναι να ευεργετήσουν κάποιον, να τον συντρέξουν, θα τον συντρέξουν και οι τρεις μαζί, όχι η μία ή η άλλη. Για μας, σήμερα, το όνομα Μελέτη ηχεί ως συνώνυμο της φιλολογίας, της βαθιάς ανασκαφής του μεταφραζόμενου κειμένου με όλα τα όπλα που μπορούμε να εξασφαλίσουμε: τις παρατηρήσεις των αρχαίων σχολιαστών, διαφωτιστικές σε πολλά, τις κριτικές εκδόσεις και τις τυχόν διαφορές τους, τη λογοτεχνική και κοινωνιολογική ιστοριογραφία, τις παλαιότερες μεταφραστικές δοκιμές, για να δούμε, όσο το μπορούμε, πού ευστόχησαν και πού απέτυχαν.

Αν εννοούμε τη φιλολογική μετάφραση όχι ως άρρυθμη πεζολογική απόδοση αλλά ως γόνιμη δέσμευση από τα γραμματολογικά δεδομένα, ή απλούστερα ως σέβας, και τη λογοτεχνική μετάφραση ως γόνιμη ελευθερία, ή πιο απλά ως τόλμη στην επιλογή λέξεων και ρυθμών, ο μεταφραστικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η εναρμόνιση της απελευθερωμένης και απελευθερωτικής συνθήκης με τη δεσμευτική, που δεν είναι καλά και σώνει περιοριστική. Ακριβώς όπως δεν είναι καλά και σώνει περιοριστική, δεν κόβει αναπόδραστα τα φτερά του Πήγασου, η ποιητική συνθήκη του μέτρου και της ρίμας. Ή, με άλλα λόγια, στόχος, μόνιμος, είναι μια μεταφραστική δοκιμή ταυτόχρονα και αχώριστα φιλολογημένη και λογοτεχνική. Θέλει πολύ κόπο. Πρόκειται ωστόσο για κόπο-οφειλή. Τον οφείλουμε στους συγκαιρινούς μας, αναγνώστες, ακροατές, θεατές. Τον οφείλουμε και στους γλωσσικούς προπάππους μας. Σαν ένα ελάχιστο «ευχαριστώ» για το μέγα δώρο τους.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT