Διλήμματα αντιπολίτευσης και ψηφοφόρων

3' 34" χρόνος ανάγνωσης

Τίποτα μάλλον δεν μπορεί σήμερα να ενώσει την αντιπολίτευση, εκτός από την εναντίωση προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Πέρα όμως από αυτή την αρνητική ενότητα, τα κόμματα που την απαρτίζουν δεν συγκλίνουν ούτε ως προς τη στρατηγική ούτε ως προς την προγραμματική της κατεύθυνση. Αυτή η διαπίστωση, αν και αυτονόητη, εμπεριέχει τρεις σοβαρούς κινδύνους για το πολιτικό μας σύστημα και, κυρίως, για τον μέσο ψηφοφόρο που αναζητεί αξιόπιστες επιλογές.

Κατ’ αρχάς, η πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης καθιστά κάθε απόπειρα συνεργασίας πρακτικά ανέφικτη. Παρά τη ρητορική τους εναντίον της κυβέρνησης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε κινούνται στον αριστερό είτε στον δεξιό χώρο, αδυνατούν να διαμορφώσουν ένα ελάχιστο κοινό πλαίσιο. Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι η συνέχιση μιας αντιπολίτευσης κατακερματισμένης, αναποτελεσματικής και αδύναμης να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία με όρους αξιοπιστίας.

Επιπροσθέτως, αντί η αντιπολίτευση να προσφέρει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση, επιδίδεται σε μια κλιμακούμενη και άγονη αντιπαράθεση. Αντί τα κόμματα, και ιδιαίτερα όσα έχουν κυβερνήσει στο παρελθόν, να προτείνουν ένα ρεαλιστικό σχέδιο διακυβέρνησης, υιοθετούν στείρα ανατρεπτική ρητορική, που ενισχύει τις αντισυστημικές τάσεις στην κοινωνία. Αναδύεται έτσι ο δεύτερος κίνδυνος που συνίσταται στην εμπέδωση μιας αντισυστημικής νοοτροπίας. Σε μια κοινοβουλευτική και φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως η δική μας, η συνεχής προσφυγή σε εξωθεσμικές τακτικές και η υιοθέτηση λαϊκιστικών αφηγημάτων πυροδοτούν νέα κύματα πόλωσης και ενισχύουν πολιτικές δυνάμεις που λειτουργούν εκτός των θεσμικών πλαισίων.

Τέλος, η αποδόμηση της κυβέρνησης χωρίς αντιπρόταση επισείει τον τρίτο και υπέρτατο κίνδυνο, που δεν είναι άλλος από τη γενικευμένη κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. Οταν η αντιπολίτευση δεν πείθει ότι μπορεί να κυβερνήσει, η αμφισβήτηση δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση, αλλά επεκτείνεται στο ίδιο το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είτε η χώρα μπορεί να γλιστρήσει ξανά προς τον ανελεύθερο λαϊκισμό είτε ακόμη και να ανοίξει ο δρόμος για μορφές διακυβέρνησης που αμφισβητούν τον πυρήνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Με τα παραπάνω τρία δεδομένα, η επιχείρηση της αντιπολίτευσης για πολιτική απαξίωση της κυβέρνησης προσιδιάζει στην εννοιολογική σύλληψη που ανέπτυξε ο ιστορικός Κάρλο Τσιπόλα περί αντιπαραγωγικής συμπεριφοράς: μια συστηματική πολιτική δράση όπου αρκετά κόμματα της αντιπολίτευσης επιδεικνύουν έλλειψη πολιτικής νοημοσύνης, αφού με τις πρακτικές τους προκαλούν διαρκή ζημία στο όλο πολιτικό σύστημα, χωρίς τα ίδια να αποκομίζουν προφανές στρατηγικό πλεονέκτημα. Οταν η αντιπολίτευση επιλέγει συνειδητά τη στείρα και άγονη αντιπαράθεση αντί της τεκμηριωμένης, ουσιαστικής κριτικής και της παρουσίασης ενός συγκροτημένου εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος, μετασχηματίζεται η ίδια σταδιακά σε φορέα νέου λαϊκισμού και σε μηχανισμό απαξίωσης και απορρύθμισης των θεμελιωδών δημοκρατικών θεσμών.

H εσωτερική πόλωση δεν είναι μόνο πολιτικά καταστροφική – είναι εθνικά παράλογη. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα νέο πολιτικό αφήγημα συνεργασίας, όπου η κριτική θα συνοδεύεται από εποικοδομητικές προτάσεις.

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα διλήμματα για τον μέσο ψηφοφόρο είναι αποκαρδιωτικά. Στις εκλογές του 2023 η κυβερνητική πλειοψηφία διαμορφώθηκε στη βάση της Προσδοκίας Α: ότι η νέα κυβέρνηση θα βελτίωνε τη ζωή των πολιτών σε βάθος τετραετίας. Αν όμως φανεί ότι αυτή η προσδοκία διαψεύδεται, ο ψηφοφόρος στρέφεται λογικά στην Προσδοκία Β: να βρει από τον χώρο της αντιπολίτευσης ένα αξιόπιστο κόμμα που θα προσφέρει εναλλακτική διακυβέρνηση. Τι συμβαίνει, όμως, όταν κι αυτή η προσδοκία αποδεικνύεται ουτοπική; Τότε εμφανίζεται η Προσδοκία Γ: η ελπίδα ότι τουλάχιστον θα υπάρξει βασική συναίνεση μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, ώστε η χώρα να προχωρήσει με βασικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα εν μέσω σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων και παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας.

Αλλά τι γίνεται αν ούτε αυτή η προσδοκία πραγματοποιηθεί; Ο μέσος ψηφοφόρος βιώνει μια βαθιά ψυχολογική κόπωση. Η απογοήτευση μετατρέπεται σε σιωπηρή παραίτηση. Διαπιστώνει ότι καμιά πολιτική δύναμη δεν μπορεί να προσφέρει πραγματική εναλλακτική λύση και αυτή η διαπίστωση γεννά ένα αίσθημα ανημποριάς. Η πολιτική μετατρέπεται σε ένα θέαμα χωρίς νόημα, όπου η πολιτική αντιπαράθεση μοιάζει με μια άγονη επανάληψη παλαιότερων συγκρούσεων, οι οποίες οδήγησαν σε καταστροφικά αποτελέσματα. Ο πολίτης οπισθοχωρεί σε μια στάση παθητικότητας, όπου η αδιαφορία συνυπάρχει με τον θυμό, αλλά χωρίς καμιά προοπτική αλλαγής.

Σε μια εποχή παγκόσμιας αβεβαιότητας, όπου όλα αλλάζουν γύρω μας, η εσωτερική πόλωση δεν είναι μόνο πολιτικά καταστροφική – είναι εθνικά παράλογη. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα νέο πολιτικό αφήγημα συνεργασίας, όπου η κριτική θα συνοδεύεται από εποικοδομητικές προτάσεις. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να βρεθούμε σύντομα σε αδιέξοδο που θα υπονομεύσει την ίδια τη δημοκρατική μας ύπαρξη. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για σενάριο φαντασίας του επιφυλλιδογράφου σας. Κάτι παρόμοιο άλλωστε δεν συμβαίνει ήδη στη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη δημοκρατία του κόσμου;

*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT