Σε όλες τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος τα κόμματα που ενισχύονται περισσότερο είναι τα θεωρούμενα «αντισυστημικά». Ιδίως η Πλεύση Ελευθερίας και η Ελληνική Λύση, παρά το γεγονός μάλιστα ότι χαρακτηρίζονται κυρίως «κόμματα διαμαρτυρίας».
Την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση καταγράφει σημαντική φθορά, τα «συστημικά» αντιπολιτευτικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) εμφανίζονται αποδυναμωμένα και κάπως αμήχανα, καθώς το κλίμα που διαμορφώθηκε με καταλύτη όσα εκτυλίσσονται γύρω από την τραγωδία των Τεμπών μοιάζει να τα ξεπερνά.
Στις συνθήκες αυτές το να ευνοούνται κόμματα με πιο «ριζοσπαστικό» χαρακτήρα μοιάζει λογικό. Είναι δύσκολο ωστόσο η τάση αυτή να παγιωθεί, καθώς όταν στη δημόσια συζήτηση εισέλθουν τα πάγια εκλογικά διακυβεύματα, όλοι –κόμματα και ψηφοφόροι– θα τεθούν ενώπιον διλημμάτων. Προς το παρόν, όμως, το πολιτικό τοπίο γίνεται ολοένα και πιο ρευστό.
Η κυβέρνηση βρίσκεται στο πιο δύσκολο σημείο της τελευταίας εξαετίας και μοιάζει να έχει ένα ποικιλόμορφο μέτωπο απέναντί της. Εχει πάντως και χαρτιά στα χέρια της, με σημαντικότερο ότι έχει ξεκάθαρο κοινό στο οποίο απευθύνεται και σαφή πρόταση για τη διακυβέρνηση και τον προσανατολισμό της χώρας.
Στην αντιπολίτευση η εικόνα είναι πιο μπερδεμένη. Το ΠΑΣΟΚ έχει να διαχειριστεί μια αντικειμενικά δύσκολη συνθήκη. Στόχος του είναι να αναδειχθεί το κόμμα που μπορεί να εκφράσει το αίτημα κυβερνητικής αλλαγής, χωρίς ταυτόχρονα να προκαλεί ανησυχία για το πώς θα προχωρήσει η χώρα, κάτι που είναι στρατηγικά ορθό. Το κλίμα ωστόσο που διαμορφώθηκε τους τελευταίους μήνες μοιάζει να δυσκολεύει την προσπάθειά του. Οι όποιες θετικές πρωτοβουλίες του δεν ακούγονται, ενώ επιδιώκοντας να εκφράσει το γενικότερο κλίμα, παρασύρεται σε ένα «γήπεδο» που δεν είναι προνομιακό για εκείνο. Με αποτέλεσμα να έχει απώλειες τόσο προς τους πιο «έξαλλους» του πολιτικού φάσματος (κυρίως προς Κωνσταντοπούλου, αλλά και προς Βελόπουλο, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα) όσο και προς «συστημική» κατεύθυνση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετωπίζει μόνο στρατηγικά ζητήματα, αλλά και υπαρξιακά. Με τα ποσοστά που έχει σήμερα δεν μπορεί να πλασαριστεί πλέον ως αυτόνομος πόλος εξουσίας. Μικρό, ιδεολογικά καθαρό κόμμα δεν θέλει να ξαναγίνει, προτιμά την ένταξη σε ένα ευρύτερο σχήμα, εγχείρημα βέβαια καθόλου εύκολο. Το δε ριζοσπαστικοποιημένο κοινό δεν μπορεί να το εκφράσει εύκολα λόγω φθοράς, πολιτικού προσωπικού και κυβερνητικού παρελθόντος, παρά το ότι ο στενός πυρήνας των υποστηρικτών του τροφοδοτεί συστηματικά το κλίμα οξύτητας.
Από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, όσα λειτουργούν ως κόμματα διαμαρτυρίας σήμερα αισθάνονται άνετα. Πλησιάζοντας στις εκλογές, ωστόσο, θα κληθούν όλα να απαντήσουν –όχι στους αντιπάλους τους, αλλά στους δυνητικούς ψηφοφόρους τους– ποιος θέλουν να κυβερνήσει, αν όχι τα ίδια, και ποιο ρόλο θέλουν να έχουν. Στην τελική ευθεία αυτό μπορεί να αποδειχθεί διαλυτικό για πολλούς.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι αν σε αυτό το αποσταθεροποιημένο περιβάλλον μπορεί να υπάρξει ένας δεύτερος «συστημικός» – «κυβερνητικός» πόλος. Ή μήπως η ισορροπία στο πολιτικό σύστημα θα επέλθει τελικά αν η «αντισυστημική» πλευρά αποκτήσει μια ισχυρή πολιτική έκφραση, με κυβερνητική προοπτική, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας;
Πλησιάζοντας στις εκλογές τα «κόμματα διαμαρτυρίας» θα κληθούν να απαντήσουν ποιος θέλουν να κυβερνήσει. Στην τελική ευθεία αυτό μπορεί να αποδειχθεί διαλυτικό για πολλούς.
Ακόμη κι αν κάποιο «αντισυστημικό» κόμμα θελήσει να αποκτήσει κυβερνητικό σχέδιο και αφήγημα –να πει δηλαδή τι θέλει να κάνει και με ποιους θα μπορούσε να συγκυβερνήσει–, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσει πλειοψηφική δυναμική, λόγω της ετερομορφίας και του κατακερματισμού του «αντισυστημικού» χώρου, αλλά και των γενικότερων κοινωνικών, οικονομικών και διεθνών συνθηκών. Σε ένα τόσο ασταθές διεθνές περιβάλλον η ύπαρξη ενός δεύτερου «συστημικού» πόλου μοιάζει πιο λογική επιδίωξη.
Δεν είναι ωστόσο καθόλου εύκολη. Το ότι κανένα από τα υφιστάμενα «συστημικά» – «κυβερνητικά» κόμματα δεν έχει αποκτήσει μεμονωμένα ισχυρή δυναμική, παρά τη φθορά της Ν.Δ., είναι ενδεικτικό των αδυναμιών τους, αλλά και απόδειξη ότι έχουν εγκλωβιστεί σε ένα άβολο για εκείνα πολιτικό περιβάλλον.
Η μεταξύ τους σύγκλιση ή η δημιουργία ενός νέου φορέα μοιάζει επίσης δύσκολο εγχείρημα. Θα δεχτεί το ΠΑΣΟΚ την ουσιαστική κατάργησή του, ειδικά σε μια περίοδο που πασχίζει να επιστρέψει ως κυβερνητική δύναμη; Πώς ακριβώς θα συνυπάρξουν στο ίδιο σχήμα πρόσωπα με τόσο φορτισμένες μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς τον κίνδυνο μιας συνεχούς εσωστρέφειας; Και σε ποια προγραμματική βάση, όταν σε αρκετά ζητήματα οι θέσεις τους είναι αποκλίνουσες;
Η επιδίωξη «να φύγει η Ν.Δ.» δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη πολιτική πλατφόρμα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Μια τέτοια προσέγγιση πιθανότατα θα οδηγούσε στην επανασυσπείρωση της Ν.Δ. και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Υπάρχει αδιέξοδο, λοιπόν; Οχι απαραίτητα. Οι όποιες δυσκολίες είναι διαχειρίσιμες αν υπάρχουν χρόνος, ψυχραιμία και πολιτικό σχέδιο. Οχι πάντως με λογικές ρεσάλτου, πατώντας στο κλίμα οργής. Αυτό αποδεδειγμένα δεν λειτούργησε.
Για να ισχυροποιηθεί ένας δεύτερος «συστημικός» πόλος είναι αναγκαίο να αποκτήσει κυβερνητικά χαρακτηριστικά. Θέσεις, στελέχη, διακριτό στίγμα, στιβαρότητα, πρωτοβουλίες. Ολα αυτά είναι ευκολότερο να αναδειχθούν αν χαμηλώσουν γενικώς οι τόνοι και η όποια αντιπαράθεση μεταφερθεί ξανά στο πεδίο της πολιτικής. Χωρίς φυσικά να υποβαθμιστούν ζητήματα μεγάλης σημασίας και ευαισθησίας, αλλά και χωρίς να γίνονται καταλύτης μιας ανεξέλεγκτης τοξικότητας.
Αν αυτό δεν το αντιληφθούν πρωτίστως τα κόμματα που θέλουν να συγκροτήσουν αυτόν τον πόλο, θα συνεχίσουν να ρίχνουν νερό στον μύλο άλλων παραγόντων. Υφιστάμενων ή μελλοντικών.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

