Δεν θέλει «Μικρό μου πόνυ». Ούτε «περνά περνά η μέλισσα». Με αυτό το μέτρο φρονήματος, ένας βουλευτής της πλειοψηφίας –που είναι ανθρώπινο να νιώθει ταραγμένος επειδή δεν τον περιέλαβε ο πρόσφατος ανασχηματισμός– αντέδρασε στον θόρυβο για τα συνθήματα που ακούστηκαν στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. «Τέτοιους θέλουμε», είπε ο βουλευτής. «Τέτοιους» σαν τους σπουδαστές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού, που φώναξαν το σύνθημα. «Και δεν πειράζει αν ενοχλήθηκε η Τουρκία».
Εχει δίκιο. Δεν είναι η αντίδραση κανενός τρίτου, εκτός συνόρων, κριτήριο για το πώς αξιολογούμε εμείς εδώ τους λειτουργούς της ελληνικής πολιτείας. Αυτό είναι δική μας υπόθεση. Εχουν επίσης δίκιο όσοι λένε ότι «τα παιδιά» που φώναξαν το σύνθημα δεν έχουν την κύρια ευθύνη – παρότι ακόμη και σε μια αυστηρότατα ιεραρχική δομή, όπως το στράτευμα, απομένει και στον καθένα ένα μερίδιο ατομικής ευθύνης.
Ας το κρίνουμε, λοιπόν, με τα αμιγώς εθνικά κριτήρια: Οι αξιωματικοί, επικεφαλής του αγήματος που μετέφερε το γηπεδικό ύφος στην κρατική τελετή, έχουν κάνει άψογα τη δουλειά τους; Εχουν «γυμνάσει» σωστά τους ναύτες τους; Είναι μέρος της αποστολής τους να επιτρέπουν χουλιγκανικές εξάρσεις στον δημόσιο χώρο;
Κι αν κάποτε χρειαστεί, η αποτελεσματικότητα της επικίνδυνης δουλειάς τους θα κριθεί από το ταμπεραμέντο, ή από το αντίθετό του: την επιχειρησιακή ψυχρότητα και την ψυχική ετοιμότητα να εκτελέσουν το έργο υψηλού ρίσκου για το οποίο –υποτίθεται ότι– ετοιμάζονται μια ζωή;
Αυτή η θεώρηση αντιμετωπίζεται ως υπερβολικά σχολαστική. Ακόμη και σε έναν καλοκουρδισμένο μηχανισμό, οι άνθρωποι που τον συγκροτούν, λένε, δεν είναι μηχανές. Πρέπει να πιστεύουν σε αυτό που κάνουν. Αρα, πρέπει, προτού καλλιεργήσουμε την πίστη σε «αυτό», να το ορίσουμε. Να ορίσουμε, δηλαδή, όχι το καθηκοντολόγιο του επαγγέλματος, όσο τις αξίες που το εμψυχώνουν.
Εκεί ίσως να κρύβεται και το μυστικό της αποτυχίας των αξιολογήσεων στους εργαζομένους για όλο το κράτος: ότι κανένα σύστημα «αξιολόγησης» δεν μπορεί να αποδώσει όταν δεν είναι εμπεδωμένες οι αξίες που το κράτος υπηρετεί, πέρα από το γράμμα του νόμου. Κανένας κανόνας γραφειοκρατικής ορθότητας δεν μπορεί να τελεσφορήσει αν δεν στηρίζεται στις άγραφες νόρμες που εμπνέουν το υπαλληλικό σώμα· αν δεν υπάρχει esprit de corps.
Τι ζητάει η ελληνική πολιτεία από τον υπαξιωματικό του Ναυτικού; Να γίνεται ηχείο συνθημάτων σαν να ανήκε στην αγέλη κάποιας οπαδικής θύρας; Και τι ζητάει από την προϊσταμένη Αρχαιοτήτων Αργολίδας, προτού την υποβάλει σε έργω αξιολόγηση (διάβαζε και διαπόμπευση), εν είδει μπουγαδοκαβγά μπροστά στις κάμερες;
Ποιο ψυχικό κίνητρο ξυπνάει αυτούς τους ανθρώπους κάθε πρωί για να πάνε στη δουλειά τους; Είναι μόνο ο μισθός; Η θαλπωρή της μονιμότητας; Τα επιδόματα επικινδυνότητας; Ποιος και πώς φροντίζει να τους εμφυσήσει την ιδέα ότι μπορεί, με αυτή τη ρουτίνα, να υπηρετούν κάτι που υπερβαίνει τους ίδιους και τον βιωτικό τους ορίζοντα; Οτι μπορεί, υπηρετώντας το κράτος –ναι, αυτό το κράτος– να μετέχουν της Ιστορίας;
Adolescence
Ο πατέρας μπαίνει στο άδειο παιδικό δωμάτιο. Παίρνει ένα ξεχασμένο λούτρινο –λείψανο της χαμένης παιδικότητας– και του μιλάει τρυφερά, σαν να ήταν ο φυλακισμένος γιος του. Τι μας λέει η τελευταία σκηνή του Adolescence – που έχει προκαλέσει ρίγη σε όποιον μεγαλώνει παιδιά στην εποχή των παράλληλων πραγματικοτήτων; Μας λέει μάλλον πως για να βυθιστεί ένα παιδί στην ψηφιακή ζωή των παραμορφωτικών κατόπτρων –όπου μπορεί ακόμη και στα 13 του να φτάσει να βλέπει τον εαυτό του σαν ακυρωμένο άνδρα– πρέπει προηγουμένως να έχει κόψει τις άγκυρές του που το κρατούν στην «πραγματική» πραγματικότητα. Είχε μιλήσει ο πατέρας τόσο ζεστά στον μικρό Τζέιμι προτού ο γιος του τού γίνει ορατός διά της βίαιης απουσίας του; Του είχε ποτέ χαρίσει το χάδι που επιφυλάσσει τώρα στο λούτρινο είδωλό του; Είναι τόσο εύκολο και τόσο δραστικό να αφήσεις ένα παιδί στην οθόνη του. Γλιτώνεις έτσι από όλα τα βάρη και όλα τα διλήμματα της γονεϊκότητας. Μέχρι που, αργά ή γρήγορα, η οθόνη θα εξοστρακίσει αυτή την πρόωρα δικτυωμένη ύπαρξη στη ζωή. Η καθοριστική «αποσύνδεση» είχε συντελεστεί πριν από τη δικτύωση.

