Ηταν ζεστός Οκτώβριος. Ο δήμαρχος Αθηναίων έκανε στη Λάρισα την τελευταία του προεκλογική εκδήλωση ως υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Η επιλογή αυτή, σύμφωνα με την ντόπια βουλευτή Ευαγγελία Λιακούλη, είχε «έναν υψηλό συμβολισμό». «Αφιερώνει τη συγκέντρωση στην πλημμυρόπληκτη Θεσσαλία». Η αφιέρωση Χάρη είχε προκαλέσει τέτοια θυμική διέγερση στη βουλευτή, ώστε να την κουτρουβαλιάσει σε απάτητες λυρικές ατραπούς. «Μην ξεχνάτε!» είπε. «Μπορεί μια σφαίρα να σκοτώνει. Ομως, η ψήφος μπορεί να σκοτώσει το μέλλον των παιδιών μας, της κοινωνίας μας, της πατρίδας».
Ευτυχώς, εκείνο το βράδυ δεν πήραν κανένα τα σκάγια. Αλλά το επεισόδιο στην τελευταία συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ της Λιακούλη και του Νίκου Ανδρουλάκη, μοιάζει σαν ετεροχρονισμένος εξοστρακισμός της περυσινής εσωκομματικής κόντρας. Τι μεσολάβησε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διολίσθησε ξανά στα αλώνια μιας αντιπαράθεσης η οποία είχε κλείσει τόσο πρόσφατα με τη δική του πανηγυρική επικράτηση; Γιατί επέλεξε ως αντίπαλο τη βουλευτή του;
Δεν την επέλεξε, λένε. Το επεισόδιο («δεν σας επιτρέπω, κυρία μου» – «δεν είμαι κυρία σου, είμαι βουλευτής») δεν αντέχει σε πολιτική ερμηνεία. Ηταν ατύχημα. Μια τεστοστερονική εκπυρσοκρότηση της συσσωρευμένης έντασης των ημερών.
Το γεγονός όμως ότι η αφορμή για να εκδηλωθεί η ένταση ήταν η στάση του ΠΑΣΟΚ έναντι της Προανακριτικής, ίσως και να μην ήταν εντελώς τυχαίο. Η στάση αυτή καθορίστηκε με βιασύνη μάλλον αναντίστοιχη της πολυπλοκότητας ενός ζητήματος για το οποίο ερίζουν ακόμη οι συνταγματολόγοι. Τα (ευερέθιστα, εσχάτως) προεδρικά αντανακλαστικά οδήγησαν στην κατηγορηματική απόρριψη της άμεσης παραπομπής Τριαντόπουλου στη Δικαιοσύνη, παρότι την άποψη αυτή εισηγήθηκε πρώτος ένας από τους σοφούς –ο Νίκος Αλιβιζάτος– τον οποίο συμβουλεύεται και συχνά επικαλείται ο Ανδρουλάκης.
Θυμικά ατυχήματα και στρατηγική παραζάλη.
Ακόμη κι αν αγνοήσει κανείς την κατηγορία ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει πάθει πάλι «ψυχολογία ΠΑΣΠ» –αποσυρόμενος ξανά στο κονκλάβιο ενός γεροντοεφηβικού συνδικαλισμού–, η αντίθεση του κόμματος μοιάζει να προέκυψε μάλλον από καταγγελτικό αυτοματισμό παρά από ήρεμη στάθμιση.
Αν το κρούσμα ήταν μοναδικό, θα μπορούσε όντως να μιλάει κανείς για ατύχημα. Η ηγεσία του κόμματος όμως κατηγορείται ότι έχει χάσει την πυξίδα της. Κατηγορείται ότι ανοίγει η ίδια το αντιπολιτευτικό πεδίο, στο οποίο βρίσκεται μετά να διαπρέπει, χωρίς αναστολές, η Ζωή Κωνσταντοπούλου – πράγμα που δεν είναι απλώς υποψία, αλλά δημοσκοπική καταγραφή, έστω και πάνω στον πυρετό των Τεμπών.
Ο πυρετός μπορεί να πέσει. Ωστόσο, στο ΠΑΣΟΚ οι μισοί θα εξακολουθούν να αισθάνονται ότι το κόμμα ανεβαίνει κακώς στα κάγκελα. Και οι άλλοι μισοί θα λένε ότι δεν ανεβαίνει όσο ψηλά θα έπρεπε.

