Το θέατρο είναι μια μάλλον σημαντική τέχνη για τους Ελληνες. Το συζητούν. Προσέρχονται στις παραστάσεις. Νέες ομάδες ξεπηδούν κάθε τόσο και επιχειρούν, με τα λίγα, να κάνουν τέχνη. Πού πάνε θέατρο, όμως, όσοι έχουν βλάβες; Χωράνε σ’ αυτά τα στριμωγμένα κουτιά με τον κακό εξαερισμό; Μπορούν να σκαρφαλώσουν με το αμαξίδιο στη θέση τους;
Απ’ όσο ξέρω ανήκω στους προσωρινά υγιείς και πάλι δυσκολεύομαι να πάω θέατρο. Μου ’ρχεται αίσθηση πνιγμού. Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχουν προβλέψεις προκειμένου να αποχωρήσω από την αίθουσα σαν άνθρωπος και όχι σαν ξεφτιλισμένο μίασμα, εάν δεν αισθανθώ καλά. Σε αρκετά θέατρα δεν είναι σαφές ποια πόρτα οδηγεί στη μεγάλη έξοδο και ποια στα καμαρίνια των ηθοποιών ή στο υπερπέραν ή σε κάποιο δωμάτιο με καλώδια.
Δεν ξέρω πώς μπορώ να αποχωρήσω χωρίς να ενοχλήσω, με την εξαίρεση κάποιων μεγάλων θεσμικών αιθουσών όπου μπορείς να καθίσεις σαν άνθρωπος ακόμη και στην κατάμεστη πλατεία. Και τι γίνεται εάν έχεις κάποια βλάβη στο σώμα και δεν νιώθεις άνετα με όλ’ αυτά; Τι γίνεται εάν είσαι σε αμαξίδιο; Η ανομολόγητη απάντηση είναι μην ξεκινήσεις να πας στο θέατρο ή στο σινεμά. Αν δεν ακούς, δεν κουνάς άνετα όλα τα μέλη σου, δεν μπορείς να καθίσεις άβολα σ’ ένα στενό καρεκλάκι, μείνε σπίτι, βάλε νέτφλιξ.
Μα ένας άνθρωπος που πάσχει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάποιος που νοσεί και υποφέρει και κάνει αγώνα για να πλυθεί και να φάει, δεν χρειάζεται την τέχνη λιγότερο από τους υπόλοιπους. Γιατί η τέχνη δεν είναι κάποιου είδους πολυτέλεια. Αλλά μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη που μένει ανέγγιχτη και μετά το ατύχημα και μετά το χειρουργείο και μετά την άσχημη ψυχιατρική διάγνωση.
Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο. Δεν θα έπρεπε να αγωνιάς πότε κάποιο μεγάλο θεσμικό θέατρο θ’ ανακοινώσει την πλήρως προσβάσιμη παράστασή του, για να αισθανθείς και πάλι αποκλεισμό με νέο τρόπο, σαν να ανήκεις σε μια ειδική κατηγορία που βλέπει θέατρο μία συγκεκριμένη ημέρα η οποία εορτάζεται σαν κατόρθωμα στα σόσιαλ μίντια. Δεν θα έπρεπε να είναι άθλος να βγεις από την πλατεία, γιατί δεν αισθάνεσαι καλά – να το βιώνεις σαν προσωπική αποτυχία, σαν κάτι που τραβάει τα βλέμματα. Είναι πέρα από κουραστικό να πρέπει να κάνουμε πως δεν είμαστε άνθρωποι με σώμα, και ειδικά στο συγκείμενο του θεάτρου είναι και ειρωνεία.
Σκεφτείτε πόσο προσεκτικά, ύπουλα και με συνέπεια κρύβουμε στον πολιτισμό μας την ασθένεια ή τη βλάβη, προκειμένου να δομήσουμε την κοινή μας ζωή γύρω από φαντασμαγορικά πρότυπα. Το σώμα θα τρωθεί, αλλά θα δαπανήσουμε χρόνο/ενέργεια/χρήμα για να κρύψουμε την ευαλωτότητά του. Οποιαδήποτε σκέψη να γίνουν τα θέατρα προσβάσιμα φυσικά θα αύξανε τα κόστη των παραγωγών.
Τέτοιες σκέψεις έκανα χθες παρακολουθώντας μια συζήτηση που διοργάνωσε το περιοδικό «Παράσιτο» στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Γκαίτε με τίτλο «Ποίηση Από Την Ανάπηρη Χώρα». Στο πάνελ και στο κοινό υπήρχαν καλλιτέχνες με αναπηρία ή βλάβη και σκέφτηκα: επιτέλους κάτι ενδιαφέρον, θ’ ακούσω κάτι διαφορετικό. Και όντως άκουσα. Φυσικά, δεν μπορώ στο ελάχιστο να φανταστώ πώς νιώθουν μέσα στα σώματά τους άνθρωποι που έχουν «κάτι σοβαρό», όπως δεν μπορώ και δεν θέλω να μπω στο κεφάλι των ανθρώπων με βαριά ψυχιατρική πάθηση. Αλλά δεν χρειάζεται να καταλάβω πραγματικά, για να μην κάνω επιθετικά σχόλια ή για να μην κοιτάζω περίεργα ή για να μην τους καταλογίζω ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Δεν είναι και τόσο απαιτητικό.
Οπως έχω ξαναγράψει, εμένα δεν μου αρέσει η λέξη «συμπερίληψη», ούτε η «ενσυναίσθηση», γιατί αυτές οι λέξεις υπονοούν ιεραρχία: ο προσωρινά υγιής πρέπει να «ευαισθητοποιηθεί» (άλλη λέξη αέρας κοπανιστός!) και να παραχωρήσει στον άνθρωπο με αναπηρία/χρόνια νόσο/βλάβη το δικαίωμα να προσέρχεται κι αυτός στο θέατρο, να περπατάει στον δρόμο, να έχει ζωή. Δεν είναι και πολύ νορμάλ τρόπος σκέψης, αν το σκεφτείς. Θα βοηθούσε να ξεκινούσαμε από την ιδέα πως δεν είμαστε άγγελοι, αλλά άνθρωποι με σώματα που πονάνε, τραυματίζονται, σφάλλουν, νοσούν και μερικές φορές χρειάζονται εκείνη την παλιά παρηγοριά, το θέατρο.

