Στις 15.2.2010, ένα τοπικό τρένο και μία ταχεία αμαξοστοιχία συγκρούστηκαν λίγο έξω από τις Βρυξέλλες προκαλώντας μεγάλο αριθμό νεκρών και τραυματιών. Ο ένας μηχανοδηγός είχε βάλει το τρένο του σε λάθος τροχιά, ενώ επίσης από το συγκεκριμένο τρένο έλειπε το σύστημα αυτόματης πέδησης που θα μπορούσε να το έχει σταματήσει αφότου πέρασε κόκκινο σήμα. Την ίδια ημέρα, ο βασιλιάς, ο πρωθυπουργός και άλλοι πολιτειακοί ηγέτες του Βελγίου επισκέφθηκαν τον τόπο του δυστυχήματος, το οποίο χαρακτήρισαν «εθνικό δράμα», εξέφρασαν συλλυπητήρια και ευχαρίστησαν τις υπηρεσίες εκτάκτου ανάγκης για τις προσπάθειες διάσωσης. Στη συνέχεια, για μακρό χρόνο, τα πράγματα κινήθηκαν θεσμικά. Διεξήχθησαν τρεις ξεχωριστές έρευνες: μία κοινοβουλευτική, μία έρευνα ασφάλειας από το Βελγικό Ερευνητικό Σώμα για Σιδηροδρομικά Ατυχήματα και μία δικαστική έρευνα.
Στις 28.2.2023, στην τραγική σύγκρουση τρένων στα Τέμπη έχασαν τη ζωή τους 57 άτομα. Ο πρωθυπουργός και πολλοί αρχηγοί κομμάτων επισκέφθηκαν το ατύχημα ξεχωριστά. Ολοι εξέφρασαν συλλυπητήρια, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας το χαρακτήρισε «αδιανόητη τραγωδία», o πρωθυπουργός ανήγγειλε τη σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων για να αναζητηθούν τα αίτια και επικαλέστηκε τη δικαιοσύνη. Ταυτόχρονα, όμως, αρκετοί αποκάλεσαν το συμβάν «πολιτικό έγκλημα», με άμεσο αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πόλωση και κοινωνικός διχασμός. Κατόπιν τα πράγματα εκτυλίχθηκαν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στο Βέλγιο έπειτα από παρόμοιο γεγονός.
Τις ημέρες που ακολούθησαν το ελληνικό δυστύχημα, η πόλωση εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους. Διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας, συγκρίσιμες σε μέγεθος με εκείνες του 2011, κατά την κορύφωση της εθνικής κρίσης χρέους. Τον Μάρτιο του 2023 πραγματοποιήθηκαν δύο γενικές απεργίες με τη συμμετοχή όλων σχεδόν των επαγγελματικών κλάδων. Τον Φεβρουάριο του 2024 οργανώθηκαν νέες μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλη την Ελλάδα και πραγματοποιήθηκε νέα γενική απεργία των συνδικάτων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Ο σύλλογος των συγγενών των θυμάτων συγκέντρωσε πάνω από 1,3 εκατ. υπογραφές ζητώντας την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας μέσω συνταγματικής αναθεώρησης. Τον Ιανουάριο του 2025, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες σε πάνω από 100 πόλεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό απαιτώντας δικαιοσύνη και διαφάνεια. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές εκτιμήσεις, ήταν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις από τη Μεταπολίτευση. Τον Φεβρουάριο διοργανώθηκε νέα πανελλαδική απεργία, με τη συμμετοχή πλήθους συνδικάτων, οργανώσεων και συλλογικοτήτων. Οι διαδηλώσεις επαναλήφθηκαν στις αρχές Μαρτίου. Επιπλέον, εντός της διετίας, η αντιπολίτευση υπέβαλε δύο φορές πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, γνωρίζοντας ότι αυτή θα απορριφθεί.
Στο Βέλγιο, κατά την προηγούμενη δεκαετία, τα δύο βασικά αιτήματα με αφορμή το δυστύχημα ήταν ξεκάθαρα η απονομή δικαιοσύνης και η αναβάθμιση του σιδηροδρόμου ώστε να εξασφαλίζει την ασφάλεια των συγκοινωνιών. Στις Βρυξέλλες, η δίκη για το δυστύχημα ξεκίνησε τελικά το 2018 και το δικαστήριο απέδωσε την ευθύνη σε λάθος του μηχανοδηγού, σε παραλείψεις της σιδηροδρομικής Αρχής και σε προβλήματα υποδομής. Εν τω μεταξύ, το δυστύχημα είχε οδηγήσει στην εγκατάσταση (ολοκληρώθηκε το 2016) συστήματος πέδησης εκτάκτου ανάγκης σε ολόκληρο το βελγικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Η δικαιοσύνη αποδόθηκε και η ασφάλεια επεκτάθηκε.
Πίσω στα δικά μας, η δικαιοσύνη και η ασφάλεια των μεταφορών δεν είναι τα μοναδικά –ίσως ούτε τα κύρια– αιτήματα. Αν ήταν, τότε η αντιπολίτευση, όπως και ολόκληρη η κοινωνία, θα πίεζαν ώστε η δίκη να ξεκινήσει και τα συστήματα ασφαλείας να ολοκληρωθούν το ταχύτερο δυνατόν. Σήμερα, δύο χρόνια μετά το δυστύχημα, η δίκη δεν έχει ακόμη αρχίσει, αλλά κιόλας αρχηγός κόμματος δήλωσε ότι η εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη έχει κλονιστεί. Ως προς την ασφάλεια, παρά τις βελτιώσεις που έγιναν μετά το δυστύχημα στη φωτοσήμανση και στην τηλεδιοίκηση του σιδηροδρομικού δικτύου (πολλές από αυτές χάθηκαν στη συνέχεια εξαιτίας της κακοκαιρίας «Daniel»), το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας των τρένων δεν είναι πλήρως εγκατεστημένο σε όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής κι έτσι κανείς ακόμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη ασφάλεια των μεταφορών. Η κυβέρνηση, όμως, δεν έχει άλλες δικαιολογίες και το θέμα της ασφάλειας επείγει.
Τι μένει σήμερα, λοιπόν; Μένουν η αδέσποτη κοινωνική οργή, η ραγδαία άνοδος ακραίων κομμάτων, το αυξανόμενο έλλειμμα νομιμοποιημένης εξουσίας, η δυσκολία της κυβέρνησης να υλοποιήσει όσα πρέπει να γίνουν, όπως και η διαπιστωμένη ανικανότητα της αντιπολίτευσης να προσφέρει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Μένει ένα πολιτικό κενό που δεν μπορεί να καλυφθεί, εκτός εάν τα μεγαλύτερα κόμματα, όπως γίνεται στο Βέλγιο και αλλού, αφήσουν κατά μέρος την εκμετάλλευση του ακατέργαστου θυμού και επικεντρωθούν στην επίτευξη βασικών συναινέσεων πάνω σε κατεργασμένες προτάσεις. Ειδάλλως, οργισμένοι και γεμάτοι συναίσθημα, σαν εύφλεκτη κοινωνική ύλη, θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε, με βασικό σκοπό την καταγγελία και μοναδικό σχέδιο την πόλωση, προς ένα μέλλον που επιφυλάσσει καταστροφές. Αυτό ακριβώς δεν κάναμε και στην προηγούμενη δεκαετία της κρίσης; Μόνο που η τότε αντιπολίτευση είχε ένα Σχέδιο Β. Η σημερινή τι έχει;
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

