Από μόνος του ένας ανασχηματισμός δεν αλλάζει το πολιτικό κλίμα. Σίγουρα όμως δεν το αλλάζει ούτε η αδράνεια. Το αν ο ανασχηματισμός θα δώσει λύσεις στα όποια προβλήματα συντονισμού ή αποτελεσματικότητας διαπίστωσε ο πρωθυπουργός θα φανεί στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν θα πρέπει να αποτελέσει μια αποσπασματική κίνηση, αλλά ένα πρώτο βήμα μιας σειράς πολιτικών πρωτοβουλιών με συνεκτικό περιεχόμενο.
Οι συνθήκες για την κυβέρνηση είναι οι δυσκολότερες των τελευταίων πεντέμισι χρόνων. Υπάρχει σαφής επιβάρυνση του πολιτικού κλίματος και επιδείνωση των δεικτών ικανοποίησης, αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης. Η αίσθηση απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας της Ν.Δ. που υπήρχε παλιότερα δεν υπάρχει πια, ενώ παράλληλα μοιάζουν να στερεύουν οι εκλογικές δεξαμενές της. Οι διαρροές στα δεξιά της έχουν παγιωθεί, ενώ οι εισροές από το κέντρο έχουν μειωθεί.
Στη συνήθη φθορά κάθε κυβέρνησης στη δεύτερη τετραετία προστίθεται και το «δηλητηριασμένο δώρο» της έλλειψης ισχυρής αντιπολίτευσης, στοιχείο που λειτούργησε αποσυσπειρωτικά για τη Ν.Δ. και χαοτικά για το όλο πολιτικό τοπίο. Η εσωτερική πολιτική επικαιρότητα κυριαρχείται από το ζήτημα των Τεμπών, στο οποίο η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας –δικαίως ή αδίκως– διαφωνεί με τους χειρισμούς της κυβέρνησης, τροφοδοτώντας παράλληλα ένα νέο κύκλο πολιτικής αντισυστημικότητας. Η γενικότερη δε ανησυχία ενισχύεται και από ένα ταραγμένο και ασταθές διεθνές περιβάλλον, στο οποίο αμφισβητούνται δεδομένα πολλών δεκαετιών.
Δεν είναι όμως όλα δυσοίωνα για την κυβέρνηση καθώς έχει «χαρτιά» στα χέρια της. Κατ’ αρχάς, παρά την όποια κάμψη της, η Ν.Δ. εξακολουθεί να είναι πρώτο κόμμα, με σημαντική μάλιστα διαφορά, ενώ ο κ. Μητσοτάκης έχει σαφώς πιο πρωθυπουργική εικόνα από τους ανταγωνιστές του. Οσο αυτό διατηρείται λειτουργεί συσπειρωτικά. Οι δε μετακινήσεις ψηφοφόρων από τη Ν.Δ. –ειδικά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις– κατευθύνονται κυρίως προς την «γκρίζα» ζώνη και λιγότερο προς άλλα κόμματα, κάτι που σημαίνει ότι (θεωρητικά τουλάχιστον) δεν έχουν περάσει, ακόμα, οριστικά απέναντι.
Το ότι η εικόνα της αντιπολίτευσης παραμένει προβληματική επίσης λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι ενισχύονται κυρίως τα κόμματα διαμαρτυρίας, ενώ πιέζονται τα θεωρούμενα «κυβερνητικά» κόμματα, έχει εξήγηση αλλά και σημασία. Τα κόμματα διαμαρτυρίας εκφράζουν το κλίμα οργής, δύσκολα όμως πείθουν ότι αποτελούν εναλλακτική κυβερνητική λύση. Είναι βέβαιο ότι το ζήτημα των Τεμπών θα παραμείνει ψηλά στην επικαιρότητα μέχρι τις εκλογές. Δύσκολα όμως θα παραμείνει στον ίδιο βαθμό και στην ίδια ένταση. Πλησιάζοντας στις εκλογές, αυτονόητα θα τεθούν και άλλα ζητήματα στον δημόσιο διάλογο.
Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων από τη Ν.Δ. κατευθύνονται κυρίως προς την «γκρίζα» ζώνη και λιγότερο προς άλλα κόμματα, κάτι που σημαίνει ότι δεν έχουν περάσει, ακόμα, οριστικά απέναντι.
Ενα από αυτά τα ζητήματα είναι η κυβερνησιμότητα. Η Ν.Δ. ως προς αυτό έχει πιο καθαρή και κατανοητή γραμμή. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι σε πιο δύσκολη θέση, καθώς κανένα δεν μοιάζει ικανό να διεκδικήσει αυτοδυναμία ή έστω ισχυρό προβάδισμα, ενώ η μεταξύ τους συνεργασία (πριν ή μετά τις εκλογές) μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη. Oσο μάλιστα το πάνω χέρι παίρνουν οι πλέον αντισυστημικοί εξ αυτών, το ενδεχόμενο ενός ευρύτερου αντιπολιτευτικού «μετώπου» δυσκολεύει περαιτέρω. Το δίλημμα «σταθερότητα ή ακυβερνησία» που η Ν.Δ. δύσκολα μπορεί να επιβάλει από μόνη της, είναι πιθανό να το επιβάλει η ίδια η πραγματικότητα.
Στο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, η Ν.Δ. αντιμετωπίζεται πλέον με αυξημένη αυστηρότητα. Το κοινό που την ψηφίζει με ενθουσιασμό έχει μικρύνει σημαντικά. Υπάρχει όμως κόσμος που πιστεύει ότι «κάτι γίνεται». Που βλέπει ότι στον δικό του χώρο επαγγελματικής ή κοινωνικής δραστηριοποίησης «κάτι αλλάζει». Oπως υπάρχουν και όσοι δεν θέλουν η χώρα να ξαναμπεί σε μια περίοδο αστάθειας ή έντασης όπως στο παρελθόν. Σε αυτά τα κοινά –τα οποία συνήθως έχουν χαλαρές κομματικές ταυτίσεις– πρέπει να εστιάσει η Ν.Δ. με το κατάλληλο ύφος και κυρίως με συνεχείς πολιτικές πρωτοβουλίες.
Κατ’ αρχάς αναδεικνύοντας τις συγκρίσεις σε σχέση με το τι παρέλαβε το 2019, καθώς σε μια σειρά από τομείς τα δεδομένα είναι ευνοϊκά για εκείνην. Κάποιες επιλεγμένες συγκρούσεις σε κρίσιμους τομείς που θα δείξουν ότι «κάτι προσπαθούν να αλλάξουν», επίσης είναι αναγκαίες, ενώ μπορεί να φέρουν σε δύσκολη θέση και την αντιπολίτευση. Σημαντική είναι επιπλέον η εκλαΐκευση και εξατομίκευση των όποιων θετικών βημάτων έχουν γίνει, ιδίως στην οικονομία, αλλά όχι μόνο εκεί. Η προώθηση μέτρων χωρίς δημοσιονομικό κόστος που λύνουν προβλήματα ουσίας ή καθημερινότητας θα πρέπει να είναι προτεραιότητα σε κάθε υπουργείο.
Το σημαντικότερο όλων βέβαια είναι όλα τα παραπάνω να ενταχθούν σε ένα ενιαίο αφήγημα που θα εστιάζει στα βασικά εκλογικά προτάγματα. Την πορεία της χώρας, την κατάσταση των νοικοκυριών, τις προσδοκίες και τις ψυχικές ταυτίσεις με κρίσιμους ψηφοφόρους. Αυτό το αφήγημα (που στη δεύτερη τετραετία της Ν.Δ. δεν έγινε ορατό) και οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα το υποστηρίξουν, είναι το βασικό ζητούμενο στην απόπειρα επανεκκίνησης που επιχειρεί.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

