Εντυπη έκδοση. Τα νέα είναι και καλά και κακά. Το καλό νέο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι, ύστερα από έξι χρόνια στην εξουσία, η Ν.Δ. εξακολουθεί να είναι πρώτη με μεγάλη απόσταση από τον δεύτερο. Το κακό είναι ότι οι δημοσκοπήσεις της δίνουν το χαμηλότερο ποσοστό από τότε που ο Μητσοτάκης εξελέγη πρόεδρος του κόμματος. Το καλό νέο είναι ότι εξακολουθεί να θεωρείται καταλληλότερος (24,9%, GPO) για πρωθυπουργός χωρίς ανταγωνισμό. Το κακό είναι ότι περισσότεροι (36,7%) δεν θεωρούν κανένα κατάλληλο για τη δουλειά.
Καλό για τον Μητσοτάκη είναι ότι από τη μεγαλύτερη δοκιμασία για την κυβέρνησή του βγαίνει ενισχυμένη μόνο η αντισυστημική αντιπολίτευση – εκείνη που, όταν κυριαρχεί στη σκηνή, νομιμοποιεί το κυβερνητικό «μονοπώλιο» της κανονικότητας και της σταθερότητας.
Πόσο «καλό» είναι όμως αυτό, όταν ταυτόχρονα το 70,9% έχει πιστέψει ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει τα Τέμπη; Είναι όλοι αυτοί οι καχύποπτοι ψηφοφόροι «αντισυστημικοί»; Ή μήπως ήταν αντισυστημικοί οι χιλιάδες που κατέβηκαν στους δρόμους –χωρίς ντουντούκες, χωρίς κρεμάλες– για να εκδηλώσουν τη δυσπιστία τους;
Ο αντίπαλος της κυβέρνησης δεν βρίσκεται μέσα στη Βουλή, αλλά έξω.
Η κυβέρνηση, λένε, ετοιμάζεται να επουλώσει αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας ανασχηματιζόμενη. Οι ανασχηματισμοί όμως αφορούν μόνο τους «μέσα» και τους έξω» – αυτούς που φεύγουν, αυτούς που μπαίνουν και αυτούς που κλαίνε επειδή δεν μπήκαν. Οι ανασχηματισμοί είναι για να γεμίζουν οι παραπολιτικές στήλες, ιδίως όταν στον θίασο αναδιανέμονται απλώς οι ρόλοι στα ίδια πρόσωπα – όταν ανακυκλώνονται «αναντικατάστατοι» σε νέα χαρτοφυλάκια, ή όταν ανακαλούνται από την εφεδρεία παράγοντες που είχαν αποπεμφθεί ως αποτυχημένοι. Οι πικραμένοι είναι ούτως ή άλλως πάντα περισσότεροι.
Αρα; Δεν πρέπει να αλλάξει τίποτε σε μια κυβέρνηση που φαίνεται να χάνει πάνω από το ένα τρίτο της απήχησής της προτού συμπληρώσει καν δύο χρόνια από την πανηγυρική ανανέωση της εντολής της;
Ισως το πρόβλημα να βρίσκεται εξαρχής εκεί: Οτι μετά τις ευρωεκλογές η κυβέρνηση έδειχνε να μην πολυπιστεύει στην ισχύ αυτής της εντολής. Οτι την κατέλαβε τέτοια ανασφάλεια, που έδινε την εντύπωση πως αναλώνεται στη διαχείριση της ίδιας της εξουσίας της και όχι στη διαχείριση των προβλημάτων που είχε θέσει ως προγραμματικές της προτεραιότητες. Αντικείμενο τέτοιας «διαχείρισης» είναι και τα Τέμπη.
Ο κύκλος της αναζωπύρωσης των Τεμπών που άνοιξε με το συλλαλητήριο της 26ης Ιανουαρίου και έκλεισε με την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας έδειξε ότι ο αντίπαλος της κυβέρνησης δεν βρίσκεται στη Βουλή. Δεν υπάρχει αντίπαλο κόμμα που να την απειλεί. Υπάρχει όμως ένα κύμα αμφισβήτησής της που μένει χωρίς πολιτική έκφραση. Μπορεί για το σύστημα αυτό να συνιστά «κενό εκπροσώπησης». Για την κυβέρνηση όμως –όσο το κύμα μένει ακαταστάλακτο– συνιστά ευκαιρία. Ισως την τελευταία ευκαιρία.

