Στο αξέχαστο (λέμε τώρα…) άσμα του το μακρινό 1984, ο Γιάννης Γιοκαρίνης θέτει σε ένα φίλο του ένα φαινομενικά απλό ερώτημα: «Τι θέλεις να γίνεις περισσότερο: Κιθαρίστας ή ντράμερ;». Το ερώτημα είναι σοφό και αιώνιο: πώς αντιμετωπίζεις ένα δίλημμα. Και ο Γιοκαρίνης αναδεικνύει ένα γνωστό πρόβλημα, την υπεκφυγή. Ο διάλογος δομείται πάνω στα προσχήματα που χρησιμοποιεί ο φίλος του για να μην αποφασίσει. Μήπως είναι καλύτερα να μάθει κάνα πνευστό για να κάνει εύκολα στρατό; Μήπως να μάθει πιάνο για να γίνει σταρ σαν τον Τσικ Κορία; Μήπως να ακολουθήσει αυτό που «γουστάρουν περισσότερο οι γκόμενες»; Ο Γιοκαρίνης προσπαθεί επανειλημμένως να τον προσγειώσει: «Εγώ σου λέω: ποιο απ’ τα δυο;», «Εγώ σου βάζω αυτό το απλό διλημματάκι», «Γίνε εσύ καλός και μη σε νοιάζει».
Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο εθνικό μας ελάττωμα. Αν δηλαδή προκύψει κάποιο πρόβλημα που απαιτεί κάποια δύσκολη παραδοχή και διόρθωση, για παράδειγμα κάτι που έκανε ή δεν έκανε το παιδί μας στο σχολείο ή ένα θέμα με κάποιο φίλο ή συνεργάτη, έχουμε την τάση να εγκλωβιζόμαστε μέσα σε έναν ωκεανό από πομπώδεις ασάφειες και αοριστίες, που μας κάνουν αρχικά να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας αλλά τελικά μας οδηγούν στην παράλυση και καταλήγουν να έχουν μεγάλο και αχρείαστο κόστος. Αντί δηλαδή να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα κατάφατσα και πρακτικά, αντί να υπολογίζουμε τα υπέρ και τα κατά, αντί να «κάνουμε τα κουμάντα μας» και να επιλέγουμε τις βέλτιστες κινήσεις, πνιγόμαστε σε έναν ακατάσχετο συναισθηματισμό και αναλωνόμαστε σε άστοχες περιδινήσεις.
Είναι ένας τρόπος σκέψης που αναπαράγεται από το δίδυμο οικογένεια-σχολείο· μια εφηβική ροπή που ενεργοποιείται αυτομάτως κάθε φορά που προκύπτει μια δυσκολία. Η κρίση μάς βοήθησε να ενηλικιωθούμε κάπως, αλλά όπως είναι φανερό δεν έχουμε αφήσει πίσω μας αυτή τη ροπή.
Κάπου εκεί, πιστεύω, μπορεί να εντοπισθεί η ερμηνεία των αντιδράσεών μας για το δυστύχημα των Τεμπών. Ποιο είναι το ζητούμενο ακριβώς; Να εκδηλώσουμε την οδύνη και τη διαμαρτυρία μας; Να κατακτήσουμε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη; Να το πούμε έγκλημα αντί δυστύχημα και να αισθανθούμε υπεράνω, ηθικοί και άτεγκτοι; Να ρίξουμε την κυβέρνηση; Ή να διορθώσουμε τις δυσλειτουργίες που προκάλεσαν το δυστύχημα; Δεν είναι όλοι αυτοί οι στόχοι συμβατοί μεταξύ τους. Ετσι, αντί να συγκεντρωθούμε στο μέλλον, επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στο παρελθόν, στο τι έγινε αντί στο τι πρέπει να γίνει. Αντί να σκεφτούμε ψυχρά και αναλυτικά, αυτοθαυμαζόμαστε με όρους performance («δείτε πόσο πολλοί μαζευτήκαμε!») και αλληλοσυγχαιρόμαστε (σταμάτησα να μετράω πόσες φορές οι δημοσιογράφοι επαναλάμβαναν τον χαρακτηρισμό «μεγαλειώδης» για τη συγκέντρωση). Αντί να συζητάμε την ουσία (τη σύγκρουση δύο τρένων που βρέθηκαν στην ίδια γραμμή) αναλωνόμαστε σε μια θεματολογία που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι δευτερεύουσα (το «μπάζωμα», η έκρηξη) και στη χειρότερη παρελκυστική (ο θάνατος του γιου της εισαγγελέως). Αντί να αποφασίσουμε δηλαδή αν θέλουμε να γίνουμε κιθαρίστες ή ντράμερ, κοκορευόμαστε πως θέλουμε να γίνουμε Τσικ Κορία.
Αντί να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα κατά- φατσα και πρακτικά, αντί να υπολογίζουμε τα υπέρ και τα κατά και να επιλέγουμε τις βέλτιστες κινήσεις, πνιγόμαστε σε έναν ακατάσχετο συναισθηματισμό και αναλωνόμαστε σε άστοχες περιδινήσεις.
Με λίγα λόγια, συναισθηματικοποιήσαμε ένα πολύ σοβαρό και πρακτικό πρόβλημα και το πράξαμε με όρους μελοδράματος και συλλογικής υστερίας. Και όπως και με την κρίση, αντί να αναλύσουμε τις δυσλειτουργίες που οδήγησαν στην καταστροφή, πολιτικοποιήσαμε το θέμα λες και η αντιπολίτευση μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους δομικές δυσλειτουργίες αποτελεσματικότερα. Εδώ που φθάσαμε όμως, το καλύτερο που ίσως καταφέρουμε τελικά θα είναι να αντικαταστήσουμε πολιτικούς μειωμένης επάρκειας με πολιτικούς εγνωσμένης ανεπάρκειας.
Στο τραγούδι του, ο Γιοκαρίνης αποτυγχάνει να κάνει τον φίλο του να αποφασίσει και το τραγούδι κλείνει με μια διαπίστωση: «Δεν μου απάντησες όμως». Ωσπου, θα πρόσθετα εγώ, την απάντηση, δηλαδή το χαστούκι, την προσφέρει απλόχερα, κατά πως το συνηθίζει, η ζωή.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

