Η άνευ περιττών σχολίων απήχηση του διεισδυτικού σχολίου «Αυτοκράτορες και σφουγγοκράτορες», φ. 12/2, στάθηκε αφορμή για την αποκαλυπτική συνέχεια.
Ανηβος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βασιλεύουσα άλλος ένας βάρβαρος. Ομως δύο φωτισμένοι αυτοκράτορες (Λέων Α΄ και Ζήνων), διαβλέποντας στο παιδί στόφα ηγέτη, ανέλαβαν και ρόλο μέντορά του. Τάχιστα ο Θευδέριχος (Θεοδώριχος αν προτιμάτε) κολύμπησε στα βαθιά της βυζαντινής κανονικότητας και όταν απέκτησε πυκνή, θεσμική γενειάδα τιμήθηκε με τα αξιώματα πατρικίου και στρατηγού. Επιστρέφοντας στα πάτρια (Κεντρική Ευρώπη) ανέλαβε, διά σιδήρου, βασιλιάς των Οστρογότθων. Ασφυκτιούσε. Κατηφόρισε νότια στην Ιταλία όπου συνάδελφός του βασιλιάς ήταν ο, επίσης γερμανικής καταγωγής, ολετήρας Οδόακρος. Υστερα από πολυαίμακτο μπρα ντε φερ, με παρέμβαση ενός χαρισματικού, σατανικού ιεράρχη, οι δυο τους κατέληξαν σε εγκάρδια συμφωνία για συγκυβέρνηση, που επισφραγίστηκε με λουκούλλειο γεύμα. Πριν σερβιρισθεί το επιδόρπιο, ο Θευδέριχος έπνιξε, μέσα σε νεκρική σιγή, τον τύφλα στο μεθύσι Οδόακρο με τα ατσάλινα χέρια του.
Ο ίδιος, πολεμώντας, πλήρης κατορθωμάτων, έως το τέλος του βίου του, ευτύχησε να πεθάνει από φυσικά αίτια. Στο Βυζάντιο ήπιαν χαρούμενοι στη μνήμη του, ενώ η ρουσφετολόγα Ιστορία, κατόπιν πιέσεων, ενέταξε κι αυτόν στη χορεία των «Μεγάλων» της.
Από τα παιδιά του αξιομνημόνευτη έμεινε μόνον η Αμαλασούνθα. Πεντάμορφη (φτυστή η μητέρα της), πανέξυπνη, βαθιά καλλιεργημένη, πολύγλωσση, λάτρις της φιλοσοφίας, και μετά πόνου ψυχής αδίστακτη. Οταν ηγήθηκε του βασιλείου του μπαμπά της προήγαγε σε στενό κύκλο τις τέχνες και τα γράμματα, βρίσκοντας χρόνο να βγάλει από τη μέση δίχως να λερωθεί η ίδια, Γότθους ευγενείς, δυνάμει σφετεριστές.
Τότε ήταν που ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ioυστινιανός, σύζυγος Θεοδώρας, και η Αμαλασούνθα ανέπτυξαν μέσω πυκνής αλληλογραφίας και εχέμυθων ημετέρων τους, στενή σχέση. Η εμπιστοσύνη και η αλληλοεκτίμηση απάλυναν κάπως εκείνους τους άγριους καιρούς που οι άνθρωποι φοβόντουσαν και τη σκιά τους. Η συμπεριληπτική βασίλισσα έγινε το μάτι και το αυτί του –εκ γενετής– καχύποπτου Ιουστινιανού, στην Ιταλία. Τεκμηριωμένο: προς τιμήν τους, δεν ενέδωσαν ποτέ στον πειρασμό ανάρμοστης συνάντησής τους.
Ο δεύτερος σύζυγος της Αμαλασούνθας (ο πρώτος έφυγε νωρίς) υπήρξε επιλογή της. Το αισθητήριό της αποδείχθηκε μοιραίο. Ο Θεοδάτος ήταν κάθαρμα με το «Κ» κεφαλαίο. Σκληροπυρηνικός εθνικιστής, κακόβλεπε την προσέγγιση με το Βυζάντιο διαβάλλοντας τη γυναίκα του, με βλέψεις «αντ’ αυτής». Την έριξε σε υγρό μπουντρούμι. Εκεί η Αμαλασούνθα βρέθηκε στραγγαλισμένη, βορά ποντικών. Αμέσως ο οργισμένος και περίλυπος Ιουστινιανός κήρυξε την έναρξη των πολυετών Γοτθικών πολέμων του Βυζαντίου στην Ιταλία.
Οσον αφορά στον αυτουργό του φρικτού εγκλήματος, παρότι όλα κραύγαζαν «Θεοδάτος!», έγκριτοι δεισιδαίμονες, ειδωλολάτρες, χριστιανοί και αιρετικοί φωτογράφισαν το εκδικητικό φάντασμα του Οδόακρου.

