Ο ετσιγουσταρισμός, ανώτατο στάδιο του ετσιθελισμού

Ο ετσιγουσταρισμός, ανώτατο στάδιο του ετσιθελισμού

5' 15" χρόνος ανάγνωσης

Σε ένα ιταλικό σίριαλ, που παιζόταν αρκετά χρόνια πριν σε κρατικό κανάλι, μια Αγγλιδούλα φτάνει στην Ιταλία και πιάνει φιλία με κορίτσια συνομήλικά της. Στην κουβέντα τους επάνω, μισό αγγλικά – μισό ιταλικά και με κάμποσες χειρονομίες να καλύπτουν τα κενά, η Αγγλιδούλα πετάει τη λέξη «nostalgia». «E, μας πήρατε τη λέξη», ακούω τότε, χαμογελώντας από μέσα μου, μια Ιταλιδούλα της παρέας να φωνάζει, ταυτόχρονα ενοχλημένη και περήφανη. Γιατί και στα ιταλικά, «nostalgia» τη λένε τη νοσταλγία. Τη δική μας «νοσταλγία».

Τη δική μας; Πόσο πιθανό είναι να πείσουμε έναν Ιταλό, έναν Αγγλο, ανεξαρτήτως μορφώσεως, πως η «nostalgia», που «τη λέει πάππου προς πάππου», δεν είναι δική του και ότι δεν τη δανείστηκαν οι ξένοι, Αγγλοι και Ελληνες, θαυμάζοντας την ευκρίνειά της; Οσο πιθανό είναι να πειστούμε εμείς, οποιοσδήποτε Ελληνας ανάμεσά μας, ότι η λέξη «χάρτης» δεν είναι ελληνική αλλά πιθανώς αρχαιοαιγυπτιακής προέλευσης, όπως εικάζουν οι γλωσσολόγοι, και μάλιστα όχι όλοι. Ή, ακόμα βαρύτερο, ότι η λέξη «πολιτισμός» δεν είναι αφενός δική μας, αφετέρου πανάρχαιη, συνομήλικη της «θάλασσας» και του «ήλιου».

Και όμως, ο «πολιτισμός» και δεν εντοπίζεται βαθιά στην αρχαιότητα (το Λεξικό Λίντελ – Σκοτ έχει μόνο μία παραπομπή, στον Διογένη Λαέρτιο, που έζησε τον 2ο/3ο αιώνα μ.Χ.) και είχε εντελώς διαφορετική σημασία, αφού αρχικά δήλωνε τα πολιτικά πράγματα ή τη δημόσια διοίκηση και στην ελληνιστική εποχή την ευγενική συμπεριφορά. Το σημερινό νόημά του είναι σχετικά φρέσκο. Το χρωστάει στον Αδαμάντιο Κοραή, που απέδωσε ως «πολιτισμό» το γαλλικό «civilisation», το 1804.

Φυσικά και είναι απολύτως δική μας λέξη, ελληνική, η «νοσταλγία». Αλλά την ίδια στιγμή, και επίσης φυσικά, είναι και απολύτως ιταλική και αγγλική και γαλλική και γερμανική κ.ο.κ. Αρχαιοελληνικά τα συνθετικά της, νόστος και άλγος, ο πόνος της επιστροφής στην πατρίδα. Δεν την έπλασε εντούτοις ο Ομηρος, για να ιστορήσει τα βάσανα του Οδυσσέα. Τη συνέθεσε κάποιος Ευρωπαίος γιατρός, στα τέλη του 17ου αιώνα, στη διατριβή του, γραμμένη στα λατινικά, για να περιγράψει μονολεκτικά μια νόσο: τη μέχρι θανάτου βαριά μελαγχολία όσων ζουν μακριά από την πατρίδα τους και φοβούνται ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ σε αυτήν.

Το φαινόμενο αυτό είναι συνηθέστατο, άλλωστε έτσι –και έτσι– πλουτίζουν και προκόβουν οι γλώσσες, δανείζοντας και δανειζόμενες. Αντίθετα με τα χρηματικά δάνεια, που σε σκλαβώνουν, όπως μας διδάσκει η πικρή πείρα της χώρας, τα γλωσσικά δάνεια, τα πνευματικά εν γένει, σε απελευθερώνουν, αρκεί να κατέχεις τι και γιατί δανείζεσαι. Και δυστυχώς, με τη «νοσταλγία» προέκυψε ένα προβληματάκι τα τελευταία χρόνια: Ολο και περισσότεροι Ελληνες ομιλητές ή γραφιάδες, ακόμα και επίσημοι, λένε «νόστος» και εννοούν «νοσταλγία».

Χάριν γούστου

Και το «γουστάρω»; Τίνος είναι το ρήμα «γουστάρω»; Των Ιταλών; Ή δικό μας, ελληνικό; Τα λεξικά, βέβαια, μαρτυρούν ότι το πλάσαμε με βάση το ιταλικό «gustare», πρώτα ωστόσο δανειστήκαμε το βενετικό «gusto», που η σκούφια του κρατάει από το λατινικό «gustus». Στο σπουδαίο «Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669» του Εμμανουήλ Κριαρά υπάρχει λήμμα «γούστο» με τη σημασία «επιθυμία, χατίρι» και παραπομπή στην κωμωδία του 17ου αιώνα «Φορτουνάτος», έργο του Μάρκου-Αντωνίου Φώσκολου, δεν υπάρχει όμως λήμμα «γουστάρω». Αρα το ρήμα είναι νεότερο.

Ο Ντόναλντ Τραμπ και μόνο αυτός λέει «έτσι γουστάρω», όποιον κι αν έχει απέναντί του, παγερά αδιάφορος για οποιαδήποτε κριτική.

Λήμμα «γουστάρω» (και σπανιότερα «γουστέρνω»), πλούσιο, υπάρχει φυσικά στο «Μέγα Λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, όπου και δίνονται οι εξής τέσσερις σημασίες: 1) «Ορέγομαι εδέσματός τινος ή ποτού, επιθυμώ να γευθώ, νοστιμεύομαι». 2) Θεωρώ, ευρίσκω τινα ή τι αρεστόν μοι, ευχάριστον, μου είναι της αρεσκείας μου. […] ιδίως τριτοπροσώπως αρέσκει μοι, μου αρέσει, είναι της ορέξεώς μου, του γούστου μου, ευρίσκω εξαιρετικήν ευχαρίστησιν ή προτίμησιν εις τι». Εδώ γίνεται παραπομπή στην «Απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη («κι όποιος από σας τού γουστάρει θα μπορεί να γράφει ποιήματα») και σημειώνεται η φράση «έτσι μου γουστάρει: ούτω θέλω, αυτή είναι η ιδιοτροπία μου, το γούστο μου, η θέλησίς μου». Σαν υπερθετικός τού «έτσι θέλω» ηχεί συνήθως το «έτσι μου γουστάρει» ή το «έτσι γουστάρω»: σαν δήλωση επιθυμίας δεσποτικής και ισχύος ακαταμάχητης.

Οικεία η τρίτη σημασία του ρήματος: «Απολαύω, διασκεδάζω, τέρπομαι». Οσο για την τέταρτη, την ειδική, μάλλον ουδείς τη θυμάται πια: «Δοκιμάζω διά της γεύσεως την ποιότητα οινοπνευματώδους ποτού, ιδίως δε του οίνου». Απ’ όπου γεννήθηκε, και πάλι σε ιταλικό μαιευτήριο, η λέξη «γουσταδόρος»: «ο δοκιμαστής ποτών, οίων οίνων, κονιάκ κττ., ο ελέγχων διά της γεύσεως και καθορίζων την ποιότητα τούτων».

Εύκολα φανταζόμαστε πώς θα αντιδρούσε σήμερα ένας οινογνώστης/γευσιγνώστης, αν τον αποκαλούσαμε «γουσταδόρο». Θα αγανακτούσε. Ιδίως αν του έρχονταν πρώτα στο μυαλό, όπως είναι και το πιο πιθανό, τα δυσάρεστα ομοιοκατάληκτα «κομπιναδόρος» και «τζογαδόρος». Και όχι, λ.χ., ο «μπαλαδόρος» ή ο «ριμαδόρος» – ή εκείνος ο «μαντουμαναδόρος» που, αν δεν απατώμαι, είναι δημιούργημα του Νίκου Αλέφαντου.

Πλανητάρχης

Ε, λοιπόν, το ρήμα «γουστάρω» δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε ιταλικό. Τραμπικό είναι. Ο Ντόναλντ Τραμπ και μόνο αυτός λέει «έτσι γουστάρω», όποιον κι αν έχει απέναντί του, και η θέλησή του ακούγεται σιδερένια, ο δε λόγος του μεταφράζεται πάραυτα σε νόμο και σε πολιτική πράξη. Παγερά αδιάφορος για οποιαδήποτε κριτική, δεν λογοδοτεί παρά στον καθρέφτη του. Α ναι, και στον Θεό, που δεν είναι τίποτε άλλο από αντικαθρέφτισμά του.

Με τον πιο φυσικό και τον πιο αυτονόητο τρόπο, διοικεί τη χώρα του απολυταρχικά και ηγεμονεύει στον άναυδο πλανήτη αυταρχικά, σαν να πρόκειται για μία από τις επιχειρήσεις του – άλλωστε παντού, και στη Γάζα και στην Ουκρανία, εργοτάξια προς ανοικοδόμηση βλέπει, όχι ανθρώπους τσακισμένους από τον πόλεμο. Ή σαν να ξαναπαίζει στην τηλεόραση το ριάλιτι εκείνο, «The Apprentice», που τον έκανε διάσημο μια φορά κι έναν καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Διάσημο για την ωμότητα, τη χυδαία αλαζονεία, την ηδονή του όταν φώναζε «Απολύεσαι!» και τον άπατο ναρκισσισμό του, τα πραγματικά πολιτικά του εφόδια.

Τι άλλο παρά «Απολύεσαι!» φωνάζει τώρα ο μονοσύλλαβος πλανητάρχης (και από κοντά οι άλλοι αυταρχικοί μονοσύλλαβοι, ο αντιπρόεδρός του ο Βανς και ο πρωταπόστολός του ο Μασκ) στον εμβρόντητο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ή μάλλον στους ίδιους τους Ουκρανούς, που συνέχισαν να σκοτώνονται και να σκοτώνουν, πεπεισμένοι από τους συμμάχους τους, Αμερικανούς και Ευρωπαίους, ότι δεν θα μείνουν ποτέ μόνοι, γιατί είναι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας; Και τι άλλο παρά «Απολύεστε!» από την ίδια την πατρίδα σας ουρλιάζει στους Παλαιστινίους της Γάζας;

«Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» λέγαμε κάποτε. «Ο ετσιγουσταρισμός, ανώτατο στάδιο του ετσιθελισμού» ας πούμε τώρα. Ο ετσιγουσταρισμός του Τραμπ. Γιατί; Επειδή μπορεί. Επειδή «γούστο του και καπέλο του». Ή μάλλον, «γούστο του και φράντζα του».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT