Το πώς μπορεί να χειριστεί πολιτικά και επικοινωνιακά η κυβέρνηση το ζήτημα των Τεμπών δεν έχει εύκολη απάντηση.
Υπάρχουν ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις και αντικειμενικές δυσκολίες, που καθιστούν τους όποιους χειρισμούς πολύ δυσκολότερους. Η αδυναμία αντιπαράθεσης με τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι αντιμετωπίζονται με συμπάθεια και συγκατάβαση ακόμη και από όσους δεν υιοθετούν όλα όσα λένε. Οι πεποιθήσεις γύρω από το ζήτημα που έχουν ήδη σχηματιστεί. Ο διαχρονικά χαμηλός δείκτης θεσμικής εμπιστοσύνης. Ο έντονος συναισθηματισμός που εύλογα προκαλεί το ζήτημα. Οι δικαστικές εξελίξεις, που θα κρατάνε για καιρό το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα. Λανθασμένες κινήσεις που δεν μπορούν πλέον να διορθωθούν. Η φθορά μιας κυβέρνησης έξι ετών, που καθιστά την τραγωδία των Τεμπών αφορμή εκδήλωσης μιας ευρύτερης δυσαρέσκειας. Οι υπερβολές και η οξύτητα που διαχρονικά χαρακτηρίζουν την πολιτική μας ζωή.
Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν κάποια δεδομένα επιπλέον που πρέπει να συνεκτιμηθούν.
Κατ’ αρχάς, το κοινό που καταγράφεται να αντιδρά στους κυβερνητικούς χειρισμούς δεν είναι ομοιογενές. Υπάρχουν αυτοί που απεχθάνονται τη Ν.Δ. και προσωπικά τον Μητσοτάκη. Αυτοί έβριζαν και την περασμένη τετραετία – σε συναυλίες, γήπεδα, πορείες, με χάσταγκ στα κοινωνικά δίκτυα με ακραία τοξικό περιεχόμενο. Μόνο που αντί να δημιουργήσουν ένα κύμα που θα συμπαρασύρει την κυβέρνηση, δημιούργησαν μια φούσκα που κακώς πίστεψαν ότι αντιπροσωπεύει την κοινωνία και τελικά κατέρρευσαν οι ίδιοι. Το συγκεκριμένο κοινό ό,τι και να πει η Δικαιοσύνη, ό,τι και να αποδειχθεί από τα γεγονότα, θα συνεχίσει να πιστεύει ό,τι και σήμερα.
Εκτός από τους παραπάνω, όμως, υπάρχουν κι εκείνοι που απλώς θέλουν να μάθουν την αλήθεια, να αποδοθούν ευθύνες και να αλλάξει κάτι στη χώρα και ειδικά στις συγκοινωνίες. Που ενοχλήθηκαν από την αίσθηση μιας σπουδής να κλείσει βιαστικά ένα θέμα που πληγώνει. Που ταυτίζονται με τους συγγενείς των θυμάτων, όχι επειδή συμφωνούν με όλα όσα λένε, αλλά επειδή τρέμουν το ενδεχόμενο να είναι το δικό τους παιδί σε ένα τρένο που θα τρέχει σε λάθος ράγες. Που αναγνωρίζουν ότι υπάρχει εργαλειοποίηση του θέματος –πολλοί ενοχλούνται κιόλας από αυτήν– αλλά το θεωρούν δευτερεύον, καθώς δεν έχουν απαιτήσεις και προσδοκίες από την αντιπολίτευση, αλλά από την κυβέρνηση και νιώθουν ότι δεν ανταποκρίνεται σε αυτές.
Οι πολίτες αυτοί είναι ενοχλημένοι από την κυβέρνηση, αλλά δεν έχουν περάσει (ακόμη τουλάχιστον) απέναντί της. Είναι σε στάση αναμονής και από τη Δικαιοσύνη και από την κυβέρνηση. Αυτό είναι το πλέον καθοριστικό κοινό για τη Ν.Δ. Για την ακρίβεια, είναι και για το ΠΑΣΟΚ, αν θέλει να αυξήσει τις πιθανότητές του να γίνει πρώτο κόμμα.
Κρίσιμο πολιτικά κοινό είναι και το (μεγάλο) τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν θέλει η χώρα να επιστρέψει στο τοξικό κλίμα της περασμένης 15ετίας. Το αίτημα για «σταθερότητα», όσο και αν έχει φθαρεί, κατ’ ουσίαν παραμένει ισχυρό. Οσο το πάνω χέρι στις όποιες αντιδράσεις έχουν πρόσωπα που είχαν ταυτιστεί με την περίοδο εκείνη και όσο επαναλαμβάνονται πρακτικές της περιόδου εκείνης, είναι δεδομένο ότι το ξύσιμο του τραύματος θα προκαλέσει αντισυσπειρώσεις. Η διάσταση αυτή είναι επίσης κρίσιμη για τα διλήμματα που θα τεθούν και το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το βασικό ζητούμενο είναι να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των πιο μετριοπαθών ψηφοφόρων. Εκείνων που είναι μεν δυσαρεστημένοι από τους χειρισμούς της, αλλά έχουν ακόμη κάποιες προσδοκίες από εκείνη.
Η τραγωδία των Τεμπών έπεφτε βαριά πάνω στη Ν.Δ. από την πρώτη στιγμή. Σήμερα, λόγω των χειρισμών που έγιναν, της προόδου που δεν σημειώθηκε, της αναπόφευκτης φθοράς της και, κυρίως, επειδή στην πορεία βρέθηκε να έχει ως αντιπάλους όχι μόνο την αντιπολίτευση ή διάφορους άλλους παράγοντες, αλλά και τους συγγενείς των θυμάτων, το ζήτημα επανήλθε με ακόμη δυσμενέστερους όρους. Πρόβλημα, ωστόσο, υπήρχε από την αρχή. Σε έρευνες της περιόδου Μαρτίου-Απριλίου 2023, το 63% έκρινε αρνητικά τη στάση της κυβέρνησης. Το 50% δήλωνε ότι χειροτέρεψε η γνώμη του για τον πρωθυπουργό. Το ποσοστό που θεωρούσε ότι το δυστύχημα ήταν αποκλειστική ευθύνη του σταθμάρχη ήταν μόλις 12%. Παρ’ όλα αυτά, η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές, ενώ η εξ αριστερών αντιπολίτευση –που πρωτοστατούσε στις αντιδράσεις– διαλύθηκε.
Γιατί συνέβη αυτό; Πρώτον, γιατί οι πολίτες, παρά την ειλικρινή ευαισθησία τους για το ζήτημα των Τεμπών, έχουν (και θα συνεχίσουν να έχουν) και άλλα κριτήρια ψήφου. Και δεύτερον, γιατί η Ν.Δ. τότε είχε αφήγημα, πεπραγμένα και καθαρά μηνύματα να παρουσιάσει.
Το ζητούμενο, συνεπώς, για την κυβέρνηση σήμερα δεν είναι να απολογηθεί σε ένα κοινό που ό,τι και αν πει η ίδια –πιθανόν και η Δικαιοσύνη– δεν θα αλλάξει άποψη, ούτε να αντεπιτεθεί στους πολιτικούς της αντιπάλους. Ορια ασφαλώς πρέπει να βάλει, απαντήσεις πρέπει να δώσει και σίγουρα δεν μπορεί «να γυρίζει το άλλο μάγουλο» σε κανέναν.
Το βασικό ζητούμενο είναι να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των πιο μετριοπαθών ψηφοφόρων. Εκείνων που είναι μεν δυσαρεστημένοι από τους χειρισμούς της, αλλά έχουν ακόμη κάποιες προσδοκίες από εκείνη. Και φυσικά, όσων δεν θέλουν να δουν τη χώρα να βυθίζεται ξανά σε μια ανεξέλεγκτη τοξικότητα που θα εμπεριέχει κινδύνους για την ελληνική κοινωνία και την οικονομία.
Για να συνομιλήσει ξανά με αυτούς τους πολίτες χρειάζεται ένα αφήγημα για τη χώρα, ορατό έργο που δείχνει ότι κάτι αλλάζει, πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το πεδίο αντιπαράθεσης και, βεβαίως, τη μεγαλύτερη δυνατή θεσμικότητα και διαφάνεια στην περαιτέρω διερεύνηση της τραγωδίας.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

