Ευλογημένος ο τόπος μας. Αλλοι λένε πως ευλογήθηκε από τη φύση, που δεν έχει βέβαια κανέναν λόγο να μεροληπτήσει υπέρ κανενός, δεν το έπραξε ποτέ, και άλλοι από τον Θεό που πιστεύουν· τον παλαιοδιαθηκικό στην καινοδιαθηκική μετεξέλιξή του ή τους αρχαίους θεούς ενός δωδεκαθέου που έσκεπε καμιά εκατοστή θεότητες. Ο Θεός όμως, θα ‘πρεπε να το έχουμε πάρει απόφαση πια, ή είναι οικουμενικός ή δεν υπάρχει, περίπου όπως λέγαμε παλιά «ο σοσιαλισμός ή είναι δημοκρατικός ή δεν υπάρχει». Κι όταν του φοράμε, κατά περίσταση, χλαμύδα ή φουστανέλα, απλώς μαθητεύουμε στη μεγάλη σχολή του θρησκειολαϊκισμού, η χονδροειδέστερη και χυδαιότερη εκδοχή του οποίου, στις μέρες μας, είναι ο Τραμπ, και η φονικότερη ο φονταμενταλισμός, ισλαμιστικός ή σιωνιστικός. Ο χριστιανικός φονταμενταλισμός έχει εξολοθρεύσει τόσους λαούς –και τόσους «αιρετικούς»– στο πέρασμα των αιώνων, και σε κάθε ήπειρο, που του ταιριάζει, μάλλον εσαεί, η σιωπή της καταισχύνης.
Ευλογημένος τόπος, ναι. Με τους σεισμούς του βέβαια, που δεν έχουν πάψει στιγμή να τον πληγώνουν, και με τα ηφαίστειά του, που συνδιαμόρφωσαν τη γεωγραφία του. Μόνο που πια ο Εγκέλαδος αρέσκεται να παίρνει τη μορφή ανθρώπου, να είναι ένας από μας, πλην εξυπνότερος από τα «κορόιδα». Και τη γεωγραφία και την αρχιτεκτονική του τόπου, γεωγραφία της καταπάτησης και αρχιτεκτονική της ύβρεως, τη διαμορφώνουν ποικίλοι κερδοσκόποι, οικοπεδοφάγοι και εργολάβοι, και όλοι όσοι δίνουν όρκο τιμής στο «λειτούργημά τους» (μα ναι, όλοι λειτούργημα υποτίθεται ότι διακονούμε, ουδείς επάγγελμα) μόνο και μόνο για να τον πατήσουν με τη χοντρόπετση αλαζονεία τού μάγκα και νταή.
Κι ωστόσο δεν παραδέχτηκα ποτέ ούτε τον αφορισμό «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς» ούτε το δόγμα «Η Ελλάδα είναι ωραία αλλά χωρίς τους Ελληνες». Ενδεχομένως ξεκίνησε σαν ευφυολόγημα το «πόρισμα» αυτό, με τον καιρό όμως απέκτησε οπαδούς που του αποδίδουν ισχύ φυσικού νόμου, αυτοεξαιρούμενοι βέβαια, σαν οι έσχατοι των εναρέτων. Ο,τι έχει γίνει η Ελλάδα όμως, ό,τι είναι, καλό, μέτριο ή κακό, έγινε και είναι από τους Ελληνές της, και όσους άλλους έτυχε να τη συγκατοικήσουν, για λίγο ή και για πάρα πολύ, σαν φίλοι της ή σαν κατακτητές της.
Ευλογημένος τόπος. Με τους εμφυλίους του φυσικά, που δεν είναι πάντως αποκλειστικό του γνώρισμα ούτε φυλετική ιδιοτροπία του. Σύντομοι ή οδυνηρά παρατεταμένοι, θανάσιμα θερμοί ή ψυχροί και συγκεκαλυμμένοι, δεν του έλειψαν ποτέ. Και τώρα σφαζόμαστε. Δίχως σπαθιά και μαχαίρια. Με λέξεις. Το αποτελεσματικότερο των όπλων. Στο παιχνίδι των λέξεων, και στο τρυφερό και στο βάναυσο, και στο εξομολογητικά ειλικρινές αλλά και στο δόλιο και στο παραπλανητικό, ήμασταν πάντοτε γεροί σε τούτα τα μέρη. Επιτήδειοι και για καλό και για κακό.
Aν κρατάει αυτός ο τόπος, αιώνες τώρα, κρατάει και αντέχει από την ακερδή αγάπη των «ανωνύμων» του.
Ας θυμηθούμε ένα από τα κακά, τα χείριστα μάλλον, στα οποία οδήγησε η σοφιστική ικανότητα, και μάλιστα προ σοφιστών. Στην αρχαιότητα οι κήρυκες και οι πρέσβεις ήταν πρόσωπα ιερά. Οποιο μήνυμα κι αν εκόμιζαν, και το πιο δυσάρεστο, δεν επιτρεπόταν η κακομεταχείρισή τους, και πολύ περισσότερο η θανάτωσή τους. Ηταν πράξεις ανόσιες, που πρόσβαλλαν θεούς και ανθρώπους. Και μολαταύτα, ο Θεμιστοκλής, αυτός ο «Ελλην όφις ο ποικίλος», συνέλαβε και θανάτωσε τον διερμηνέα των απεσταλμένων του Πέρση βασιλιά, και μάλιστα κατόπιν ψηφίσματος του δήμου, με το παμπόνηρο επιχείρημα ότι «τόλμησε να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα για να εκφέρει βαρβαρικά προστάγματα», για να ζητήσει δηλαδή «γην και ύδωρ». «Ερμηνέα γαρ όντα συλλαβών διά ψηφίσματος απέκτεινεν ότι φωνήν Ελληνίδα βαρβάροις προστάγμασιν ετόλμησε χρήσαι», λέει ο Πλούταρχος, που προσθέτει μάλιστα ότι ο Αθηναίος πολιτικός «επαινείται» γι’ αυτήν την πράξη του. Να καταγράφει απλώς μια φήμη ο ιστορικός από τη Χαιρώνεια, όχι ένα πραγματικό γεγονός; Πιθανό. Το βέβαιο είναι ότι ο Πλούταρχος, που έφτασε να κατηγορήσει περίπου σαν ανθέλληνα τον Αλικαρνασσέα «πατέρα της Ιστορίας», στο «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» σύγγραμμά του, αναφέρει το συμβάν επειδή θέλει να επαινέσει και ο ίδιος τον Θεμιστοκλή για την απόφασή του, που την εκλαμβάνει ως πατριωτική, με σημερινή ορολογία, και όχι ως ατιμωτική για τον δράστη και για τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει.
Ευλογημένος τόπος. Δεν τον αγαπάμε όμως όλοι για τον ίδιο λόγο και με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι λίγοι όσοι λένε πως τον λατρεύουν, αλλά η λατρεία τους έχει να κάνει μόνο και μόνο με τη δυνατότητα που τους παρέχει να τον στραγγίξουν, έτσι ανυπεράσπιστο όπως τον αφήνουμε. Να τον καταχραστούν, συνήθως με την κάλυψη της κομματικά κερδοσκοπούσας πολιτικής εξουσίας, της μεγάλης (της κυβερνητικής) και της μικρής (της αυτοδιοικητικής), αλλά και της εκκλησιαστικής, που με πνεύμα φιλαλληλίας προσφέρει τις ναοδομικές υπηρεσίες της. Να σφετεριστούν δημόσια αγαθά, τις παραλίες, τα ποτάμια, τις λίμνες, τα βουνά, για να πλουτίσουν.
Μια στο τόσο τα περιβαλλοντοκτονικά «αναπτυξιακά προγράμματα» αποκαλύπτονται την τελευταία στιγμή ή και εκ των υστέρων, όπως έγινε τούτες τις μέρες με το τερατώδες ξενοδοχειακό συγκρότημα στο Σαρακήνικο της Μήλου. Μα η Ελλάδα είναι ήδη γεμάτη Σαρακήνικα, από τα Φαλάσαρνα της Κρήτης έως τους λαθραίους «παραδείσους» της Μυκόνου. 44% η αυθαίρετη δόμηση στον δήμο Μυκονίων, 35,4% στον δήμο Ανω Μεράς, 25% στη Σαντορίνη. Με το 80% της επικράτειας να παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, η φαγάνα της «ανάπτυξης» και της «αξιοποίησης» έχει να φάει πολλή Ελλαδίτσα ακόμα.
Δεν είναι λίγοι επίσης όσοι λένε πως αγαπούν την Ελλάδα αλλά η αγάπη τους είναι εξαρτημένη από τα πρωτεία (στα πάντα) που της αποδίδουν, συνήθως άκριτα και ανιστόρητα. «Η ομορφότερη χώρα του κόσμου» (λες και βρέθηκε επιτέλους ένα δίκαιο ωραιόμετρο, περισσότερο αντικειμενικό και από τα μυθικώς πολυφωνικά κρατικά κανάλια), ένα δόγμα που εξειδικεύεται σε αναρίθμητες διαβεβαιώσεις του τύπου «το χωριό μου είναι το πιο όμορφο της Ελλάδας, άρα και του κόσμου»· «έχουμε την πλουσιότερη και αρχαιότερη γλώσσα του κόσμου, που γέννησε όλες τις υπόλοιπες»· «τα ελληνικά είναι η μοναδική μουσική, μαθηματική και νοηματική γλώσσα»· «οι πρώτες πυραμίδες χτίστηκαν στην Ελλάδα», «η μόνη μεσογειακή κουζίνα είναι η ελληνική», «μόνο οι Ελληνες δεν έχουν δανειστεί ποτέ και τίποτε από άλλον πολιτισμό» (τα δάνεια της Επανάστασης και της πρόσφατης χρεοκοπίας εξαιρούνται, είναι ύλη, όχι πνεύμα), «οι Ελληνες επινόησαν το ποδόσφαιρο, πιθανόν και το μπάντμιντον» κτλ. κτλ.
Καμιά πρωτιά, ψεύτικη ή και αληθινή, δεν έχω ανάγκη για ν’ αγαπήσω τον τόπο όπου γεννήθηκα. Το χωριό και τη χώρα μου. Αν χρειάζομαι τέτοιας λογής αριστεία και, τρισχειρότερα, αν λέω πως τον αγαπάω μόνο και μόνο επειδή ελπίζω ότι θα ξαναγίνει αυτοκρατορία, διότι «αυτό του το οφείλει η Ιστορία και ο Θεός», η αγάπη μου είναι αναληθής και αβαθής. Είναι πιο ρηχή και επιπόλαιη και από τα πρωτεία που φαντασιοκοπικά τής αποδίδουν οι δημαγωγοί ηγετίσκοι της. Αλλ’ αν κρατάει αυτός ο τόπος, αιώνες τώρα, κρατάει και αντέχει από την ακερδή αγάπη των «ανωνύμων» του.

