Ας το παραδεχτούμε, ο δημόσιος λόγος μας πάσχει από έλλειψη νοηματικής σαφήνειας. Χρησιμοποιούμε έννοιες, όπως «νεοφιλελευθερισμός» ή «σοσιαλδημοκρατία», χωρίς να συμφωνούμε για το περιεχόμενό τους και συνήθως αγνοώντας τις πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτές αναπτύχθηκαν ιστορικά. Μια άλλη έννοια που τελευταία μας αρέσει να χρησιμοποιούμε σχεδόν ανεπιγνώστως είναι εκείνη της «ακροδεξιάς», προφανώς εξαιτίας της ανόδου ακροδεξιών κομμάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Πόσο μοιάζει, όμως, η ελληνική «ακροδεξιά» με τα κόμματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς;
Ενα από τα καλύτερα παραδείγματα γνήσιου ακροδεξιού κόμματος αποτελεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που, ενόψει των γερμανικών εκλογών της επόμενης Κυριακής, οι δημοσκοπήσεις τη δείχνουν να βρίσκεται στη δεύτερη θέση δημοφιλίας με ποσοστό παραπάνω από 20%. Πρόκειται για μια συμπαγή, καλά οργανωμένη πολιτική δύναμη με αντιευρωπαϊκή ιδεολογία (ζητάει αποχώρηση της Γερμανίας από την Ευρωζώνη), υπερεθνικιστική ατζέντα (προτείνει μαζικές απελάσεις μεταναστών) και έφεση στην πολιτική βία. Εάν επαληθευθούν οι δημοσκοπήσεις, η AfD θα έχει από την επομένη των εκλογών τη δυνατότητα να εκβιάζει εκλογικά το πρώτο κόμμα, δηλαδή τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση του Φρίντριχ Μερτς, επιδιώκοντας συμμετοχή σε κυβέρνηση συνασπισμού.
Ο χαρακτήρας της AfD ως τυπικά ακροδεξιού και αντιδημοκρατικού κόμματος προκύπτει από αξιόπιστες έρευνες και αναλύσεις. Ηδη από το 2021, η γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος την έχει χαρακτηρίσει «ύποπτη ακροδεξιού εξτρεμισμού» εξαιτίας των θέσεών της κατά των μεταναστών και των μειονοτήτων, καθώς και για προσπάθειες αποδυνάμωσης των δημοκρατικών θεσμών. Τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών δείχνουν μεγάλη αύξηση στα πολιτικά εγκλήματα που σχετίζονται με ακροδεξιά δράση. Το ίδρυμα Friedrich Ebert, σε πρόσφατη μελέτη του, υπογραμμίζει τον κίνδυνο διάβρωσης των δημοκρατικών θεσμών μέσω της συστηματικής υπονόμευσης της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, ενώ το ίδρυμα Bertelsmann έχει τεκμηριώσει τη συστηματική χρήση παραπληροφόρησης και την προώθηση συνωμοσιολογικών θεωριών από το κόμμα, ειδικά σε θέματα μετανάστευσης και κλιματικής αλλαγής. Πλήθος ακαδημαϊκών μελετών έχουν καταδείξει ότι η AfD έχει αναπτύξει οργανωμένη δομή με εσωτερικές διαδικασίες που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό εσωκομματικής δημοκρατίας, όπως και υψηλό βαθμό λαϊκής κινητοποίησης. Τον Μάιο του 2024, το δικαστήριο του Χάλε καταδίκασε τον Μπγιορν Χέκε, επικεφαλής της AfD στο κρατίδιο της Θουριγγίας, σε χρηματικό πρόστιμο για τη χρήση του ναζιστικού συνθήματος «Ολα για τη Γερμανία» (Alles für Deutschland) που συνδέεται άμεσα με τα Ες-Ες και η χρήση του απαγορεύεται στη Γερμανία.
Αν τώρα η γερμανική AfD σας θυμίζει τη δική μας αλήστου μνήμης Χρυσή Αυγή, έχετε δίκιο καθώς και τα δύο αυτά κόμματα καταλαμβάνουν εντός του πολιτικού συστήματος των αντίστοιχων χωρών τον απώτατο δεξιό χώρο, αμφισβητώντας τη δημοκρατία και δρώντας εναντίον της ακόμη και με χρήση βίας. Ωστόσο, η AfD μοιάζει κάπως λιγότερο με τα κόμματα που σήμερα βρίσκονται διασπαρμένα στον χώρο που εκτείνεται από τις παρυφές της Ν.Δ. έως την απώτατη («άκρα») Δεξιά του πολιτικού μας συστήματος και που συνήθως αποκαλούμε «ακροδεξιά».
Η μεγαλύτερη δεξαμενή από την οποία τόσο η Εναλλακτική για τη Γερμανία όσο και τα δεξιά της Ν.Δ. κόμματα αλιεύουν ψήφους δεν είναι η Κεντροδεξιά, αλλά η ευρύτερη Αριστερά.
Πρώτα πρώτα, αυτά τα κόμματα, όλα προσωποπαγή, κινούνται ακόμη σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, χωρίς πειστική προς το παρόν δυναμική ανόδου και –το κυριότερο– δίχως ρεαλιστική προοπτική μεταξύ τους συνεργασιών. Διατηρούν κριτική στάση προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά κανένα τους δεν προτείνει ανοιχτά την έξοδο από αυτήν, ούτε βέβαια την επιστροφή στη δραχμή. Δεν καταφεύγουν σε βία και δεν επιδιώκουν, τουλάχιστον ρητά, να καταλύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στην ακροδεξιά AfD και τα κόμματα της ελληνικής «ακροδεξιάς» είναι ουσιώδης: ενώ η συμμετοχή της AfD σε γερμανική κυβέρνηση θα σηματοδοτούσε μια επικίνδυνη στροφή προς τον αυταρχισμό με σημαντικές διεθνείς προεκτάσεις, η ενδεχόμενη κυβερνητική συμμετοχή κάποιου ελληνικού «ακροδεξιού» κόμματος θα αποτελούσε σημαντική τροχοπέδη για την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική ανάπτυξη μόνο της δικής μας χώρας. Οπως βέβαια συνέβη στην πραγματικότητα μόλις πριν από δέκα χρόνια.
Πάντως, τόσο τα κόμματα της γνήσιας ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς όσο και τα δικά μας της λεγόμενης «ακροδεξιάς» έχουν ένα κοινό –αλλά εξαιρετικά σημαντικό– χαρακτηριστικό, την ιδεολογική και πολιτική προέλευση των ψηφοφόρων τους. Πράγματι, η μεγαλύτερη δεξαμενή από την οποία όλα τα παραπάνω κόμματα αλιεύουν ψήφους δεν είναι η Κεντροδεξιά (αφού αυτή, έστω με δυσκολία, συγκρατεί το μεγάλο μέρος από τις δυνάμεις της), αλλά η ευρύτερη Αριστερά. Στη Γερμανία, εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες οι Χριστιανοδημοκράτες διατηρούν εκλογικό ποσοστό γύρω στο 30%. Αντίθετα, το ποσοστό των Σοσιαλδημοκρατών μειώθηκε κατά την ίδια περίοδο από άνω του 40% σε κάτω του 20%, ενώ το ποσοστό των Πρασίνων παραμένει σχετικά το ίδιο. Είναι, λοιπόν, το σοσιαλιστικό κόμμα, όπως και το αριστερό Die Linke, από τα οποία η Ακροδεξιά συλλέγει τις ψήφους της, απειλώντας τη γερμανική δημοκρατία. Παρόμοιες εκλογικές μετακινήσεις συμβαίνουν και στην Ελλάδα, όπου, ταυτόχρονα με αρκετούς απογοητευμένους νεοδημοκράτες ψηφοφόρους, ίσως ακόμη περισσότεροι πρώην συστημικοί αριστεροί μετακινούνται εκλογικά προς τα άκρα, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της «ακροδεξιάς». Το θέμα όμως είναι μεγάλο και σκοπεύω να επανέλθω με την πρώτη ευκαιρία.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.

