Θα ήταν ο ιδανικός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας, αν τον είχε προτείνει το ΠΑΣΟΚ. Αν ήταν δηλαδή και ο ίδιος κρίκος στην τριακονταετή αλυσίδα της συναινετικής ανάδειξης του Προέδρου της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Αν δεν είχε επιλεγεί για τον ανώτατο θεσμό ως προϊόν εσωκομματικής ανάγκης.
Ομως, η οριακή εκλογή του Κώστα Τασούλα περατώθηκε χθες και οι σκοπιμότητες που την υπαγόρευσαν παραγράφονται αυθωρεί. Δεν θα έχει κανείς λόγο να θυμάται τα ξερά «κουκιά» –Ν.Δ., διαγραφέντες από τη Ν.Δ. και πρόθυμοι Σπαρτιάτες– της μη συναινετικής εκλογής του, αν ο ίδιος αποδειχθεί συναινετικός στην άσκηση των νέων του καθηκόντων. Η προϋπηρεσία του στην προεδρία της Βουλής έχει δείξει ότι μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, του ρυθμιστή, χωρίς να περιπέσει σε αμίλητη τήρηση του πρωτοκόλλου.
Ο Τασούλας θα είναι ομιλητικός Πρόεδρος. Θα εκμεταλλεύεται ανηλεώς όλες τις ευκαιρίες που θα του δίνει η εθιμοτυπία και το εορτολόγιο, για να εντυπωσιάσει με τη μέθοδο του προμελετημένου αυτοσχεδια-σμού. Οι πανηγυρικοί που απαιτεί ο νέος του ρόλος θα διαπνέονται από εθνικόφρονα οίστρο και θα διανθίζονται από ιστορικά ανέκδοτα και ποιητικά τσιτάτα.
Κι αν χρειαστεί –όπως χρειάζεται μια-δυο φορές στα πέντε χρόνια– ο Πρόεδρος να «πολιτευθεί» επέκεινα της τελετουργίας και των πανηγυρικών; Αν χρειαστεί να βγει από τη ζώνη ασφαλείας – να σταθεί σε αντίρροπες κομματικές πιέσεις και να κατευνάσει κοινωνικούς βρασμούς;
Δυϊσμοί της εθνικής ψυχής και πιστές ενσαρκώσεις τους.
Εχοντας διατρέξει όλα τα στάδια του δημοσίου βίου –από γραμματικός μέχρι δήμαρχος, βουλευτής και υπουργός–, ο Τασούλας έχει την πείρα να χειριστεί τις εξάρσεις του «επαγγέλματος» – τα κύματα της δημαγωγίας που ενίοτε φθάνουν μέχρι τα σκαλιά του Προεδρικού Μεγάρου, ζητώντας άνωθεν νομιμοποίηση. Εχει όμως και, ιδιοσυγκρασιακά, τη θωράκιση της ειρωνείας – της υπαρξιακής απόστασης από τα πράγματα που του επιτρέπει να βλέπει την πολιτική σαν παίγνιο και τους πολιτικούς σαν έρμαια της κυκλοθυμίας του δήμου.
Είναι και ο ίδιος ένας από αυτούς τους «επαγγελματίες», τόσο ώστε να μην μπορεί να αντισταθεί σε ένα τελευταίο «ρουσφέτι» (γηροκομείο Ιωαννίνων, μουσείο Κόνιτσας), κι ας ήταν κάτι που θα χλεύαζε ο σαρκαστικός εαυτός του. Είναι «αβερωφικά» συντηρητικός, άλλα όχι τόσο ώστε να μην ψηφίσει την ισότητα στον γάμο. Είναι φανατικά Ευρωπαίος, αλλά όχι τόσο ώστε να σκοτώσει μέσα του το πρότυπο του τσέλιγκα – τοπικού ευεργέτη.
Σαν τον Μυρτία του αγαπημένου του Καβάφη («εν μέρει εθνικός κι εν μέρει χριστιανίζων»), ο νέος Πρόεδρος παραδίδεται στις παλαιοκομματικές ορμές του, επειδή αισθάνεται βέβαιος ότι «στες κρίσιμες στιγμές» θα ξαναβρεί το πνεύμα του statesman.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο ελληνικό από αυτή την αθεράπευτα διφυή υπόσταση του «εν μέρει». Και ο νέος ανώτατος άρχων προορίζεται να την ενσαρκώσει ιδανικά.

