Τη φύση δεν τη νοιάζει. Είναι ηθικά αδιάφορη. Ούτε τιμωρεί, ούτε νουθετεί. Δεν ασχολείται με την ύπαρξη μας, ακόμη κι όταν μπορεί να την επηρεάσει μέχρι καταλύσεως.
Τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά από τον σεισμό της Λισαβόνας, 270 χρόνια πριν, χάρη στον Βολταίρο. Ο σεισμός δεν είναι θεοδικία. Ο σεισμός είναι απλώς σεισμός. Γεωολογία δίχως υπέργειο νόημα.
Το τόξο που έχει πάρει στη ράχη του τα νησιά και τα κουνάει -τη Σαντορίνη, την Αμοργό, τη μικρή απόκρημνη Ανάφη- δεν θέλει κάτι να μας πει. Κι ωστόσο από αυτόν τον τυχαίο κλονισμό, εμείς μπορεί να έχουμε κάτι να ακούσουμε. Με τη διάρρηξη της ρουτίνας που είχαμε μάθει να θεωρούμε «φυσική», η φύση, χωρίς να το «εννοεί», μας δείχνει τις πλάνες μας.
Η εικόνα που τράβηξε ο Enri Canaj για την «Καθημερινή» μεταφέρει αυτό το άρρητο μήνυμα. Ερημο καφέ στην καλντέρα. Καγκελάκι που θα το έλεγες σκεβρωμένο, αν δεν ήταν μέταλλο κακοχυμένο. Γυμνές μεταλλικές καρέκλες. Λες και ήθελε ο «ντιζάινερ» να εκδικηθεί με μια επίθεση ευτέλειας το εκθαμβωτικό τοπίο. Η μόνη «παρουσία» που διακόπτει την ερημία είναι στην άκρη του μπαλκονιού μια ημίγυμνη Αφροδίτη, ασάλευτη στη μέση του χαμού -σαν εργαζόμενο κορίτσι που το έχει ξεχάσει εκεί ο προαγωγός του κι εκείνο φοβήθηκε να αφήσει το πόστο του. Μια Αφροδίτη γύψινη, που την έχουν ραγίσει οι σεισμοί σε όλο της το φτηνό σώμα.

Πώς μπορεί να μην δεις αυτό το τσακισμένο είδωλο σαν σύμβολο αυτού που έχει γίνει η Santorini; Το πιο δοξασμένο έμβλημα του τουρισμού μας σε όλο τον κόσμο. Και ταυτόχρονα ευάλωτο ακόμη σε ένα τυχαίο τεκτονικό σπασμό, που μπορεί να μετατρέψει την ειδυλλιακή καρτ ποστάλ του αέναου ηλιοβασιλέματος σε φαιά εστία φόβου. Σε αυτό το σκηνικό πρόχειρου παζαριού, που στήθηκε για μια γιορτή σχολασμένη και τώρα στέκει άδειο περιμένοντας μόνο το αόρατο χέρι που θα το ξηλώσει.
Απαλλαγμένο από τα σμήνη των ανθρώπων που συνωστίζονται για να φωτογραφηθούν στα σοκάκια του, το τοπίο αυτό φωνάζει. Χτισμένο ακόμη και κάτω από το φρύδι του βράχου, που αχνίζει τώρα από τις κατολισθήσεις, φωνάζει ότι τα όριά του έχουν ξεπεραστεί. Φωνάζει ότι το αναπτυξιακό του θαύμα είναι εύθραυστο -σαν την εγκαταλελειμμένη Αφροδίτη.
Στο έρημο νησί κυκλοφορούν τώρα πυροσβέστες, στρατιώτες και αστυνομικοί -όλοι αυτοί που δεν θα δεν θα βρίσκουν πάλι ούτε δωμάτιο να διανυκτερεύσουν όταν η ζωή επιστρέψει στους «φυσικούς» της ρυθμούς.
Το κακό είναι και ένα διάλειμμα. Μια ρωγμή στον χρόνο από την οποία μπορεί να ξανακοιτάξει κανείς αυτόν τον τόπο και να σταθμίσει πόσο «φυσική» ήταν η εξέλιξή του τις τελευταίες δεκαετίες. Πόσο ανθεκτική είναι η «κανονική» ζωή του. Ποιος είναι ο αληθινός του πλούτος. Ο κλυδωνιζόμενος βράχος; Ή το γύψινο εποικοδόμημα;
Γήπεδο
Μέχρι προχθές η συζήτηση ήταν για το δυστύχημα. Για τις άμεσες και απώτερες αιτίες του και την αδικαιολόγητα εκκρεμή διαλεύκανσή τους. Από τη στιγμή που η σκυτάλη πέρασε από την πλατεία στην αντιπολίτευση, η συζήτηση «γραφειοκρατικοποιήθηκε». Καθηλώθηκε στη διαδικασία – ποιος ανακοίνωσε και πότε στη Βουλή τη δικογραφία, γιατί την είχε μελετήσει το ένα κόμμα, ενώ δεν την είχε αντιληφθεί το άλλο. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συζήτησης για τα Τέμπη θα φαινόταν σαν σκόπιμος κυβερνητικός αντιπερισπασμός, αν δεν βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας ότι τον πετυχαίνουν ασυναίσθητα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Εχοντας μπει στη συζήτηση κατόπιν λαϊκής κατακραυγής, η μείζων («μείζων», τρόπος του λέγειν) αντιπολίτευση παρουσιάζει την προσπάθειά της με όρους γηπεδικού ανταγωνισμού. Αυτοσυγχαίρεται επειδή έβαλε γκολ κι επειδή, τάχα με τις πρωτοβουλίες της, «τρώει» υφυπουργούς. Είναι ακριβώς αυτός ο παλαιοκομματικός κυνισμός που ενισχύει την πάνδημη εντύπωση ότι το «σύστημα» δεν ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη, αλλά για το εσωτερικό του παίγνιο. Τα Τέμπη δεν είναι ο προορισμός, αλλά το μέσο.
Γαμοτράγουδο
Θα σε ξανάβρω στους Ντεγκρέδες.

