Και όμως· υπάρχουν μέρη στον κόσμο όπου απαγορεύεται σε άνδρες και γυναίκες να χορεύουν. Οπου ένα μικρό πάρτι με μια γουλιά ουίσκι ή ένας δημόσιος χορός ή ένα τραγούδι, ή και η ελάχιστη έστω αντίδραση στο καθεστώς μπορούν να τιμωρηθούν με ανελέητους ραβδισμούς, ακόμη και με θάνατο. Το έργο του «οικείου» μας, φέτος, Ρώσου θεατρικού συγγραφέα Ιβάν Βιριπάγιεφ «Το συνέδριο για το Ιράν», που παρουσιάζεται έως και σήμερα στον βιομηχανικό χώρο ΠΛΥΦΑ, είναι μια πολυπρισματική αφήγηση του κόσμου.
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι και παραπλανητικός. Το έργο, γραμμένο το 2018 και τοποθετημένο στη Δανία, «τη χώρα με τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο», μας μεταφέρει σε ένα συνεδριακό αμφιθέατρο στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, όπου εννέα μέλη της εγχώριας πνευματικής ελίτ συναντώνται για να συζητήσουν το περίπλοκο ιρανικό ζήτημα και τη διένεξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι ομιλητές, προσπαθώντας να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κόσμο μέσα τους.
Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων, με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Χρήστου Θεοδωρίδη και έναν δεμένο και σμιλεμένο θίασο νέων, προικισμένων ερμηνευτών, δημιουργεί ένα σκηνικό επίτευγμα, με λίγα μέσα και πολλή ψυχή. Επί δυόμισι ώρες που οι θεωρίες εναλλάσσονται και συγκρούονται, σε όλες, ακόμη και στις πιο ακραίες, αναγνωρίζει κανείς έστω και μια φράση, μια σκέψη με την οποία μπορεί να ταυτιστεί. Ενα ντιμπέιτ ανάμεσα σε δημοσιογράφους, πολιτικούς επιστήμονες, έναν ιερέα της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας, έναν διευθυντή ορχήστρας, έναν συγγραφέα και φιλόσοφο, μια Ιρανή ποιήτρια, βραβευμένη με Νομπέλ Λογοτεχνίας, η οποία έχει μόλις καταφέρει να ταξιδέψει στο εξωτερικό ύστερα από εικοσαετή κατ’ οίκον περιορισμό που της επέβαλε το ισλαμικό καθεστώς όταν δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή της. Μήπως η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο κόσμους μπορεί να διατυπωθεί, προκλητικά, ως η σύγκρουση ανάμεσα στον Αλλάχ και στην κόκα κόλα; Μήπως πριν τρέξουμε να σώσουμε αυτούς τους ανθρώπους, εμείς οι δυτικοί, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε πώς ζουν; Τι είναι θρησκευτική συνείδηση; Ποια η διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στην πληροφορία; Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Πώς πραγματώνεται; Τι είναι αλήθεια; Πόσες αλήθειες υπάρχουν; Ποια η αξία της παράδοσης; Είναι, η παράδοση, μια μορφή μυθικής πραγματικότητας; Ποιος ο σκοπός του ανθρώπου; Πώς γίνεται και, σε κάποιο χωριουδάκι του Περού, οι πάμφτωχοι κάτοικοί του να έχουν μια μόνιμη έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπο, σε αντίθεση με τη θλίψη, κατήφεια, εκνευρισμό και αγανάκτηση, ημών, των δυτικών; Μήπως τα βασικά πράγματα του βίου είναι τα εξής τέσσερα; Το δικαίωμα στη ζωή, στη γνώση, η ελευθερία να εκφράζεις τη δική σου αντίληψη για τον κόσμο, να επιλέγεις ποιον ή ποια και με ποιον τρόπο θα αγαπήσεις, να είναι δηλαδή ανεμπόδιστος ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Κι αν, εντέλει, κανείς δεν «ξέρει», επί της ουσίας, κανέναν και κανείς δεν «βλέπει» κανέναν;
«Και τι να κάνω, λοιπόν;» ρωτάει ένας εκ των ομιλητών, στο «Συνέδριο για το Ιράν». «Ο,τι κάνουμε και οι υπόλοιποι – να κλάψεις και ν’ αγαπήσεις», απαντάει ο ιερέας.
«Και τι να κάνω, λοιπόν;» ρωτάει ένας εκ των ομιλητών, που κουβαλάει μια ανοικτή πληγή. «Ο,τι κάνουμε και οι υπόλοιποι – να κλάψεις και ν’ αγαπήσεις», απαντάει ο ιερέας.
Τελευταία παίρνει τον λόγο η Ιρανή ποιήτρια. Ο έρωτας –που την κατέκλυσε σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών– εξαφάνιζε κάθε ανασφάλεια, κάθε φόβο. Η αγάπη παραμερίζει το εγώ. «Κι όσο περισσότερο από τον εαυτό μου έδινα, τόσο πιο πλήρης και γεμάτη νόημα γινόταν η ζωή μου… Ηθελα μονάχα ένα πράγμα: περισσότερη και περισσότερη αγάπη, μόνον αγάπη!».
«Αυτό είναι όλο», επαναλαμβάνει. Είναι και ο τίτλος του ποιήματος, ο στίχος που συνοψίζει θέσεις και κοσμοθεωρίες, που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του τόπου. Ο θίασος, στο τέλος, εγκαταλείπει τις συνεδριακές πολυθρόνες του και χορεύει ξέφρενα και ρυθμικά. Συντονισμένα, συλλογικά, αλλά και ατομικά. Εκρηκτικά. Ο χορός και η αγάπη, εξάλλου, αρδεύονται από το ίδιο συναίσθημα· την ελευθερία.

