Η Εκκλησία απειλείται. Η Εκκλησία δεν παίρνει αυτά που δικαιούται. Θέλουν να τη φορολογήσουν. Να την υποβάλουν σε υγειονομικούς περιορισμούς. Δεν την αφήνουν να αξιοποιήσει την περιουσία της. Δεν αναγνωρίζουν στον κλήρο της οργανικές θέσεις στο Δημόσιο. Δεν, δεν, δεν.
Ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που έχει μοίρα στο κράτος, η Ελλαδική Εκκλησία έχει μάθει να ζει σε μια διαρκή διελκυστίνδα με την Πολιτεία, διεκδικώντας περισσότερους πόρους, περισσότερη εξουσία.
Κάθε αντίσταση στα εκκλησιαστικά αιτήματα φορτίζεται ως «ζήτημα πίστεως». Κάθε απόπειρα νομοθέτησης που δεν υπακούει στις δογματικές νόρμες της ιεραρχίας, αφορίζεται ως απόπειρα «νεοταξικού» αποχριστιανισμού και «εκκοσμίκευσης».
Απέναντι σε αυτό το εκκλησιαστικό ήθος ακτινοβολούσε το υπόδειγμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας. Εχοντας βρεθεί σε μια κατεστραμμένη χώρα, πραγματικά υπό διωγμόν, με μόνους πόρους τις πέτρες των ερειπιώνων, ο Αναστάσιος δεν ολίσθησε ποτέ στην αυτοθυματοποίηση του ιερατείου νοτίως της Κακαβιάς.
Θεμελίωσε στην άγονη και εχθρική γη μια εκκλησία, αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες με μειλίχιο σθένος. Οχι σαν φορέας εξουσίας που του χρωστάνε η Ιστορία και η Πολιτεία –σαν πανίσχυρη «ΔΕΚΟ» που απειλεί διαρκώς να μετατρέψει τη μεταφυσική της ισχύ σε εκλογική επιρροή–, αλλά σαν παθιασμένος εργάτης, ορκισμένος να ενσαρκώνει κάθε μέρα το κήρυγμά του με τον προσωπικό του κάματο. Με τον ιδρώτα του.
Εκκλησιαστική ηγεσία και πνευματική ακτινοβολία.
Τα έργα που αφήνει ο Αναστάσιος –ναοί, σχολεία, πανεπιστήμιο– στέκουν ως τεκμήρια των ηγετικών του ικανοτήτων. Θα μπορούσε κανείς να τον δει ως μια πολύ σπάνια απόδειξη της επιρροής που μπορεί να ασκήσει η Ελλάδα στη γειτονιά της, μέσω της ήπιας ισχύος – με τα σχολεία της και τη γλώσσα της, με το πολιτισμικό της απόθεμα.
Ομως αυτή η πολιτική ανάγνωση του Αρχιεπισκόπου, που διέπρεψε ως διπλωμάτης και μάνατζερ, αδικεί την πνευματική υπόσταση του Αναστάσιου. Αδικεί το αποτύπωμα που άφηνε σε όσους μπορούσε να αγγίξει με τα λόγια του.
Ο Αναστάσιος δεν είχε ανάγκη τον άμβωνα, ούτε τα «πύρινα» κηρύγματα. Η φλόγα του ήταν απαλή. Το πάθος του χαμηλόφωνο.
Με αυτά τα «αντι-δεσποτικά» μέσα, το μήνυμά του μπορούσε να έχει μεγάλη απήχηση μέσα σε ένα περιβάλλον πνευματικής ένδειας, που το μάστιζε και το μαστίζει η διαρκής κρίση νοήματος – η απομάγευση όλων των θρησκευτικών και κοσμικών ιδεολογιών. Από το στόμα του, ακόμη και οι πιο ταλαιπωρημένες λέξεις, όπως η αγάπη, έβγαιναν αναζωογονημένες. Με νέα πνοή.
Θα λείψει φυσικά στο ποίμνιό του, που φαίνεται τώρα σαν να ορφανεύει. Θα λείψει όμως και σε όσους διψούσαν για τον βαθύ και ζεστό του λόγο. Για τον πηγαίο του ανθρωπισμό. Για το φως του.

