Mε αφορμή τη μη επανεκλογή της κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου, ο πρωθυπουργός πρότεινε την καθιέρωση εξαετούς μη ανανεώσιμης θητείας για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Ανοιξε έτσι πρόωρα τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος: Πού αποβλέπει όμως η πρόταση Μητσοτάκη; Και πόσο ισχυρό θέλει τον ΠτΔ το πολιτικό μας σύστημα;
Αντί για άλλη εισαγωγή στο θέμα, μεταφέρω ένα περιστατικό από την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματός μας, εκείνην του 1985-1986: το ΠΑΣΟΚ, με τη συνδρομή τότε του ΚΚΕ, περιέκοψε τις «υπερεξουσίες» του ΠτΔ (όπως είχε καθιερωθεί να ονομάζονται), εκείνες δηλαδή που, σύμφωνα με την αρχική εκδοχή του ισχύοντος Συντάγματος, του επέτρεπαν να επεμβαίνει άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις: διάλυση της Βουλής, προκήρυξη δημοψηφίσματος και παύση της κυβέρνησης. Η Ν.Δ. είχε αντιδράσει τότε σφοδρά, υποστηρίζοντας ότι όσα διατείνονταν το ΠΑΣΟΚ, ότι τάχα ενισχύεται έτσι η λαϊκή κυριαρχία, είναι αναληθή· το μόνο που ενισχυόταν ήταν η πρωθυπουργική παντοδυναμία. Ωστόσο, μετά την εκλογή Σαρτζετάκη, σε μια κλειστή συζήτηση που είχε οργανώσει η Ενωση Συνταγματολόγων στο μέγαρο της Βουλής, συνειδητοποίησα ότι η Ν.Δ. δεν εννοούσε στην πραγματικότητα όσα έλεγε δημόσια. Καθώς η συζήτηση είχε οξυνθεί, θυμάμαι την αποστροφή ενός επιφανούς στελέχους της: «Ας μην το παρακάνουμε με τις εξουσίες του ΠτΔ. Στο κάτω κάτω δεν ξέρουμε ποιος θα εκλεγεί αύριο σε αυτό το αξίωμα. Για φανταστείτε τον Χρήστο Σαρτζετάκη… έφιππο, να ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αυτός είναι ο πραγματικός αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων!».
Είναι περιττό βέβαια να ειπωθεί ότι η συζήτηση τερματίστηκε το 1990, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξελέγη για δεύτερη φορά ΠτΔ. Διότι αποδεχόμενος το αξίωμα με ονομαστικές και μόνον αρμοδιότητες, ο εμπνευστής των προεδρικών «υπερεξουσιών» νομιμοποίησε την περικοπή τους.
Εκτοτε, κανένα πολιτικό κόμμα δεν υποστήριξε την επαναφορά στον ΠτΔ αν όχι όλων, ορισμένων έστω από τις αρμοδιότητες που του είχαν αφαιρεθεί. Δεν αναφέρομαι τόσο στο ΠΑΣΟΚ και στα κόμματα της Αριστεράς που ευθύς εξαρχής είχαν ταχθεί κατά του ισχυρού Προέδρου, αλλά στη Ν.Δ., η οποία λησμόνησε εντελώς τις παλαιότερες ενστάσεις της. Απέμειναν μόνο μερικοί «γραφικοί» συνταγματολόγοι να επισείουν τον κίνδυνο η εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία, έτσι όπως κυβερνά χωρίς αναχώματα, να προσφεύγει σε αθέμιτες μεθοδεύσεις σε βάρος της αντιπολίτευσης και των διαφωνούντων, προκειμένου να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή της στην εξουσία.
Συνοψίζοντας, το πολιτικό μας σύστημα θέλει ανίσχυρο τον ΠτΔ, για να μπορεί το πρώτο κόμμα να κυβερνά ανεμπόδιστο. Αρκεί να επιτύχει τον μαγικό αριθμό 151. Θέλει, με άλλα λόγια, τον Πρόεδρο να λειτουργεί συμβολικά, παρά ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος», όπως εξακολουθεί να τον αποκαλεί η ξεχασμένη παράγραφος 1 του άρθρου 30 του Συντάγματος. Φρονώ ότι την ίδια αντίληψη υπηρετεί και η πρόταση του πρωθυπουργού για εξαετή μη ανανεώσιμη προεδρική θητεία.
Θυμίζω κατ’ αρχάς ότι, εκτός από το αμερικανικό Σύνταγμα, που αναθεωρήθηκε το 1951 γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, τα περισσότερα σύγχρονα Συντάγματα προβλέπουν ανώτατο όριο θητειών για τον αιρετό αρχηγό του κράτους. Ομολογημένος σκοπός των σχετικών απαγορεύσεων είναι η αποτροπή καταχρήσεων από ηγέτες που έχουν πραγματικές και όχι μόνον ονομαστικές (όπως σε εμάς) αρμοδιότητες. Διότι τι καταχρήσεις να περιμένει κανείς από προέδρους χωρίς ουσιαστική εξουσία; Για παράδειγμα, παρότι η θητεία του είναι επταετής, ο Ιταλός πρόεδρος μπορεί να επανεκλεγεί απεριόριστα.
Η μη ανανεώσιμη εξαετής θητεία, που προτείνει ο πρωθυπουργός, απαλλάσσει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα από την υποχρέωση να εξηγήσει γιατί δεν ανανεώνει τη θητεία του υπηρετούντος Προέδρου της Δημοκρατίας.
Θητεία «μια κι έξω» προβλέπουν σήμερα μόνον οκτώ Συντάγματα στον κόσμο (επί συνόλου 211), από τα οποία το μόνο ευρωπαϊκό είναι το Σύνταγμα της Μάλτας. Σε αυτά θα προστεθεί και το δικό μας, αν η πρόταση του κ. Μητσοτάκη ευοδωθεί.
Για να δικαιολογήσει την αλλαγή αυτή, η κυβέρνηση επικαλέστηκε το «Καινοτόμο Σύνταγμα» που κατάρτισε το 2016 η επιτροπή Μάνου (βλ. το ένθετο της «Κ» της 5.6.2016). Oμως η επίκληση αυτή είναι παραπλανητική, διότι η θέση του Προέδρου στο σχέδιο της επιτροπής αυτής ήταν εντελώς διαφορετική. Σε αυτό, ο ΠτΔ θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην παντοδυναμία της κυβερνώσας πλειοψηφίας, έχοντας μεταξύ άλλων το δικαίωμα να διαλύσει τη Βουλή. Πολύ περισσότερο που δεν θα τον εξέλεγε μόνο η Βουλή, αλλά ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο θα μετείχαν οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες. Εξ ου και η πρόβλεψη για μη επανεκλογή του.
Ο πρωθυπουργός βέβαια επικαλέσθηκε ως δικαιολογητικό λόγο της πρότασής του το να μην περιάγεται σε δύσκολη θέση ο υπηρετών Πρόεδρος όταν δεν προτείνεται η επανεκλογή του. Αν η επίκληση αυτή δεν έγινε για συγκυριακούς λόγους (ενόψει δηλαδή της μη ανανέωσης της θητείας της κ. Σακελλαροπούλου) είναι δείγμα κυνισμού, τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης συνήθως αποφεύγει να επιδείξει. Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο αν, με τη νέα ρύθμιση, η ακατάσχετη προεδρολογία θα εκλείψει. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι άλλο: Αφού, ενόψει των συμβολικών αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, η πρωθυπουργική πρόταση δεν δικαιολογείται από τον φόβο για καταχρήσεις, ερωτάται μήπως –καλή ώρα, όπως και η αναθεωρητική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, το 1985– εξηγείται για έναν και μόνο λόγο: την περαιτέρω ενίσχυση της κυβερνώσας πλειοψηφίας και πιο συγκεκριμένα του πρωθυπουργού. Διότι, εφόσον πλέον από το 2019 αρκεί ακόμη και σχετική πλειοψηφία για την εκλογή του ΠτΔ, η μη ανανεώσιμη εξαετής θητεία απαλλάσσει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα από την υποχρέωση να εξηγήσει γιατί δεν ανανεώνει τη θητεία του υπηρετούντος Προέδρου. Χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις, θα μπορεί να διορίσει τον Πρόεδρο της αρεσκείας του.
Αν αυτό ισχύει, η εικόνα του κ. Μητσοτάκη ως μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού θα πληγεί σοβαρά. Ισως και ανεπανόρθωτα.
*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

