Η ομήγυρη τον είχε περικυκλώσει. Αλλά αυτός απολάμβανε το γεγονός ότι βρισκόταν κυριολεκτικά στο επίκεντρο της προσοχής. «Για δείτε», είπε χαμογελαστός, δείχνοντας τους ακροατές του. «Αυτό θα πει τέλειος κύκλος».
Καθηγητής σε ένα από τα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, ο παγκόσμιος σταρ της διανόησης σαγήνευε τον στενό αθηναϊκό του κύκλο με επίδειξη γνώσεων και σαρκασμού. Μιλούσε για πολιτικά ρεύματα και πολέμους, για οικονομία και γεωπολιτική, σαν να μιλάει για τη γειτονιά του – σαν να κάνει οικουμενικό κουτσομπολιό. Μόνο μια στιγμή έδειξε να χάνει το χιούμορ του: όταν η κουβέντα έφτασε στη «μάστιγα» της πολιτικής ορθότητας. Αυτή είναι η πραγματική απειλή για τον δυτικό πολιτισμό, είπε. Η λογοκριτική κουλτούρα που επιβάλλει η πολιτική ορθότητα και η ελίτ των φιλελεύθερων που την υποστηρίζουν. Αυτοί είναι οι επικίνδυνοι. Οχι ο Τραμπ και ο φανατισμένος όχλος του.
Αλήθεια; Ενας από τους Ελληνες συνομιλητές έσπασε τον κύκλο της ευλάβειας: Αλήθεια, πιστεύετε ότι η ηθικολογία μιας μειοψηφίας, που μας ζητάει να μιλάμε και να φερόμαστε αλλιώς, είναι πιο επικίνδυνη για την ελευθερία του λόγου από ένα κίνημα που έχει για καύσιμό του το μίσος; Που δεν «ακυρώνει» απλώς συμβολικά, αλλά διώκει τους αντιπάλους του; Που δεν χρησιμοποιεί δογματισμούς, αλλά ωμή βία;
Ναι, είπε. Αυτό πίστευε. Η φιλελεύθερη ελίτ είναι πιο επικίνδυνη από τον Τραμπ. Και το διακήρυττε αυτό ένας λευκός, μεσήλικας, πλούσιος άνδρας που, εκτός από την έδρα στο καλύτερο –και πιο ακριβό– πανεπιστήμιο του κόσμου, δεν προλαβαίνει να δίνει συνεντεύξεις και ομιλίες. Που τα βιβλία με τις απόψεις του πωλούν χιλιάδες αντίτυπα σε δεκάδες γλώσσες. Ενιωθε αυτός απειλούμενος και λογοκριμένος;
Τον φαντάζεται κανείς τώρα να πανηγυρίζει για το γεγονός ότι η απεχθής του κουλτούρα καταργείται με διατάγματα του ενός ανδρός. Επιτέλους, λένε κάποιοι, «μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα». Τι σημαίνει αυτό το «ελεύθερα»; Από ποια δεσμά νιώθουν ότι απελευθερώνονται; Τι δίσταζαν να πουν και δεν διστάζουν πια;
Ενας από τους «λυόμενους» μεγιστάνες, αφού ανακοίνωσε ότι θα άρει τα φίλτρα ελέγχου στις πλατφόρμες του, εξήγησε τη νέα «ελευθερία». «Θα απελευθερωθεί στις επιχειρήσεις η αρσενική ενέργεια», είπε ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Μαζί με την απελευθέρωση της παραπληροφόρησης, θα κόψει τον χαλινό και η μέχρι προχθές ενοχοποιημένη ολιγαρχία της ψηφιακής σφαίρας, που έλαβε θέση ανακτοβουλίου στη στέψη του ηγεμόνα. Ολοι είδαν την ταξιθεσία: Μασκ, Μπέζος, Ζούκερμπεργκ, οι CEO της Apple, της Google, του TikTok. «Οι έξι τύποι που ελέγχουν το 20% του παγκόσμιου πλούτου και το 100% των γυμνών σας φωτογραφιών», κάγχασε ο Τζον Στιούαρτ.
Στο καλαμπούρι του μεγάλου κωμικού κρύβεται –όπως σε κάθε οξεία σάτιρα– μια ανατριχιαστική αλήθεια: Η χορεία των νεοπροσήλυτων μεγιστάνων του τραμπισμού δεν προκαλεί τρόμο τόσο λόγω της οικονομικής της ισχύος. Η δύναμή τους δεν είναι τα λεφτά. Είναι τα δίκτυα. Μπορούν να ελέγχουν όχι μόνο τα «γυμνά» προσωπικά δεδομένα που τους έχουν εκχωρήσει οι χρήστες τους. Μπορούν να ελέγχουν ό,τι περνάει από το παγκόσμιο βλέμμα. Μπορούν, χωρίς υπερβολή, να ελέγχουν ό,τι υπάρχει. Γιατί ό,τι δεν εμφανίζεται στην οθόνη δεν υπάρχει. (Είναι ενδεικτικό της νέας «ελευθερίας» ότι, λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία Τραμπ, το Instagram και το Facebook εξαφάνισαν λογαριασμούς και μηνύματα που προωθούσαν χάπια άμβλωσης.)
Τους λέμε «πλουτοκράτες» και «ολιγάρχες» και «μεγιστάνες», αναμηρυκάζοντας όρους του προηγούμενου αιώνα που μυρίζουν παλαιοσοσιαλιστική «ψαρίλα». Οντως, οι όροι αυτοί δεν μπορούν να συλλάβουν την πρωτοφανή στην ιστορία του καπιταλισμού ισχύ που συγκεντρώνει το big tech. Ενας παρανοϊκός «μεγιστάνας» της ψηφιακής βιομηχανίας μπορεί σήμερα να ορίζει την εικόνα που θα έχουν για τον κόσμο οι ψηφοφόροι της Σαξονίας ή της Βρετάνης ή της Θεσσαλίας. Μπορεί να τους ταΐζει ερεθίσματα για να κατευθύνει τα συναισθήματα και την ψήφο τους. Μπορεί να ξέρει τι βρακί φοράει ο καθένας τους.
Η στράτευση της βιομηχανίας της προσοχής εξοπλίζει έτσι τον τραμπισμό με ένα πολιτισμικό πυρηνικό οπλοστάσιο παγκόσμιας εμβέλειας. Το βεληνεκές του Τραμπ δεν εξαντλείται στα όρια της αμερικανικής δημοκρατίας. Μπορεί, μέσω των νέων του συμμάχων, να επεκτείνεται και πέραν του Ατλαντικού – να πριμοδοτεί συγγενείς πολιτικές δυνάμεις και να σπιλώνει ή να θάβει όποιον αντιστέκεται.
Είναι καταδικασμένη η Ευρώπη να υποκύψει σε αυτή την ασύμμετρη δύναμη; Η πρόσφατη ιστορία της λέει πως όχι. Η κατασυκοφαντημένη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» έχει δείξει ότι διαθέτει τα κανονιστικά όπλα και –ενίοτε– τη βούληση για να φρενάρει τα αμερικανικά μονοπώλια, επιβάλλοντας περιορισμούς και πρόστιμα.
Η Ευρώπη έχει τα μέσα. Τίποτε όμως δεν προμηνύει ότι διαθέτει τώρα και το πολιτικό σθένος. Η μισή ήπειρος δεν χρειάζεται καν να αλωθεί. Εχει ανοίξει τις θύρες της και πανηγυρίζει ανακουφισμένη για την ξανακερδισμένη της «ελευθερία» – για την παλινόρθωση της «βιολογίας» και της δυαδικής τουαλέτας. Για την ανάκτηση της ασφάλειας που παρέχει το ανδρείκελο με το καπέλο (Gentlemen) και το γύναιο με το φουστάνι (Ladies). Για την επαναγείωση της Ευρώπης στο καθεστώς των στερεοτύπων. Στο καθεστώς του Βε-σέ.
Ισως δεν χρειάζεται να τεντώσουν τα δίκτυά τους οι προπαγανδιστές της νέας εξουσίας. Ισως το παιχνίδι της πολιτισμικής επιρροής να έχει ήδη κριθεί.

