Στρατηγοί και δημοκρατία

4' 28" χρόνος ανάγνωσης

Τα πενήντα χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974 σηματοδοτούν πενήντα χρόνια από τότε που ευτυχώς ο στρατός αποσύρθηκε από την πολιτική. Νωρίτερα, στον 20ό αιώνα, ήταν συχνές οι παρεμβάσεις του. Η φορά των παρεμβάσεων έχει πλέον αντιστραφεί. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις παρεμβαίνουν στον στρατό, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες δημοκρατίες, γιατί έχουν την ουσιαστική και τυπική νομιμοποίηση να το κάνουν, καθώς λογοδοτούν τακτικά στους πολίτες για τις επιλογές τους, ενώ οι στρατιωτικές ελίτ όχι.

Σήμερα οι εκάστοτε κυβερνητικές παρεμβάσεις στον στρατό είναι εκτεταμένες, από τη στελέχωση των θέσεων της στρατιωτικής ιεραρχίας έως τις βαθιές οργανωτικές μεταρρυθμίσεις. Πρόσφατο δείγμα ήταν οι έκτακτες κρίσεις στις Ενοπλες Δυνάμεις από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ). Αυτές έλαβαν χώρα έπειτα από εύλογο αίτημα του αρμόδιου υπουργού και αφορούσαν κατάργηση πολλών οργανικών θέσεων στρατηγών, ναυάρχων και πτεράρχων και τις συνεπαγόμενες αποστρατείες, καθώς και αντικατάσταση ανώτατων αξιωματικών στις διατηρούμενες θέσεις από άλλους. Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας ανακοίνωσε ότι η παρέμβαση είχε βελτιωτικό, οργανωσιακό χαρακτήρα. Οι κρίσεις έγιναν για να εφαρμοστεί η «νέα δομή δυνάμεων στο πλαίσιο της “Ατζέντας 2030” για τη μεταρρύθμιση στις Ενοπλες Δυνάμεις, ο εξορθολογισμός του αριθμού των ανωτάτων αξιωματικών και η προσαρμογή στις σύγχρονες επιχειρησιακές απαιτήσεις της πρόσφατα εγκριθείσας νέας δομής δυνάμεων».

Οι έκτακτες κρίσεις, όμως, επανέφεραν στη δημοσιότητα ένα κλασικό ερώτημα των σύγχρονων δημοκρατιών, όπως και της ελληνικής δημοκρατίας: πώς ασκείται ο δημοκρατικός έλεγχος πάνω στις Ενοπλες Δυνάμεις; Η απάντηση σε αυτό διεθνώς στηρίζεται στo ερμηνευτικό σχήμα του S. Huntington για τον «εξ αντικειμένου έλεγχο» της πολιτικής εξουσίας πάνω στον στρατό. Οι δύο εξουσίες, πολιτική και στρατιωτική, είναι σαφώς διαχωρισμένες. Οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη των επιλογών αμυντικής πολιτικής, οι στρατιωτικοί την ευθύνη εφαρμογής τους. Οι πρώτοι δίνουν κατευθύνσεις, οι δεύτεροι τις υλοποιούν, πράγμα που προϋποθέτει ότι οι αξιωματικοί διαθέτουν ή έστω αναπτύσσουν έναν μη πολιτικοποιημένο στρατιωτικό επαγγελματισμό.

Συναφώς, οι πολιτικοί παραχωρούν κάποιον βαθμό αυτονομίας στους στρατιωτικούς ως προς την οργάνωση και λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, είναι προφανές ότι σε χώρες με πικρή εμπειρία παρεμβάσεων του στρατού στην πολιτική, ο βαθμός αυτονομίας δεν μπορεί να είναι μεγάλος. Αλλωστε, όπως συμβαίνει με κάθε επαγγελματικό κλάδο, έτσι και με τους στρατιωτικούς, ελλοχεύουν τάσεις προβληματικές για την κοινωνία. Ανεξάρτητα από τη δεδομένη προσήλωσή τους στη δημοκρατία, αν οι στρατιωτικοί ήταν πλήρως αυτονομημένοι, ίσως άλλαζαν τις ισορροπίες ανάμεσα στην εκπλήρωση της αποστολής τους να παρέχουν δημόσιο αγαθό (άμυνα) και στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών συμφερόντων τους.

Πάντως, ο βαθμός αυτονομίας των στρατιωτικών θα είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο εκείνοι που ασκούν τον πολιτικό έλεγχο δεν έχουν αυξημένη διοικητική ικανότητα και εμπειρία. Αν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία είναι ικανή και αντλεί εμπειρογνωμοσύνη και από εξωστρατιωτικές πηγές (π.χ., σοβαρούς εγχώριους συμβούλους, καλές πρακτικές συμμαχικών στρατών), τότε μπορεί να επιτελέσει τον καθοδηγητικό της ρόλο αποτελεσματικότερα.

Από την άλλη μεριά, ο αναγκαίος και έως έναν βαθμό επιθυμητός στις δημοκρατίες πολιτικός έλεγχος πάνω στον στρατό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική πολιτικοποίηση του στρατού. Οι στρατιωτικοί αναπόφευκτα ακολουθούν προσαρμοστικές στρατηγικές στην καριέρα τους προσεγγίζοντας κάποιο από τα μεγάλα κόμματα, από τα οποία θα προέλθει κάποια επόμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Ετσι θα μπορούσαμε να αντιδιαστείλουμε, εννοιολογικά, την αναμενόμενη, συνήθη, μακροπολιτικοποίηση του στρατού από την πολύ λιγότερο ευπρόσδεκτη μικροδιαχείριση των σχέσεων μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων. Οι πρώτοι καλλιεργούν επιλεκτικές συμμαχίες με τους δεύτερους. Οι δεύτεροι υποπίπτουν στον πειρασμό πελατειακών εξυπηρετήσεων προς τους πρώτους.

Γνωρίζοντας οι ανώτατοι αξιωματικοί ότι υπηρετούν βραχείες και απρόβλεπτες θητείες, θα αφιερώνουν χρόνο στη διεκπεραίωση τρεχουσών υποθέσεων αντί για τον επιτελικό σχεδιασμό.

Ολα αυτά αντανακλώνται στα φαινόμενα έκτακτων κρίσεων για αποστρατείες και προαγωγές των ανώτατων αξιωματικών και στον βραχύ χρόνο θητείας τους σε διοικητικές θέσεις. Η πολιτική ευαισθησία σε τυχόν αυτονόμηση του στρατού, η μακροπολιτικοποίηση και ιδίως η μικροδιαχείριση των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας μπορεί να γίνουν αντιπαραγωγικές. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα επί διαδοχικών μονοκομματικών και συμμαχικών κυβερνήσεων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς την περίοδο 2007-2025, μέσα σε 18 χρόνια, υπηρέτησαν 12 αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού (μ.ό. θητείας: 1,5 έτος). Το πρόβλημα οξύνθηκε μεταξύ 2007-2017, όταν σε διάστημα 10 ετών υπηρέτησαν 9 αρχηγοί ΓΕΣ. Η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη στα Γενικά Επιτελεία Ναυτικού και Αεροπορίας, όπου μεταξύ 2008-2025 υπηρέτησαν αντίστοιχα 9 αρχηγοί του Ναυτικού και 9 της Αεροπορίας (μ.ό. θητείας: 1,8 έτη). Και ήταν ευτυχώς καλύτερη όσον αφορά τους αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων (ΓΕΕΘΑ, 7 αρχηγοί σε 18 χρόνια, μ.ό. 2,6 έτη).

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο οι ανώτατοι αξιωματικοί να σχεδιάσουν και να προγραμματίσουν οποιοδήποτε έργο. Γνωρίζοντας ότι υπηρετούν βραχείες και απρόβλεπτες θητείες, θα αφιερώνουν χρόνο στη διεκπεραίωση τρεχουσών υποθέσεων αντί για τον επιτελικό σχεδιασμό και θα αφιερώνονται οι ίδιοι στην προσωπική μικροδιαχείριση της δικής τους πλευράς των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων.

Είναι προφανές ότι θα πρέπει να συζητηθούν ξανά η καθιέρωση ελάχιστης θητείας στις θέσεις της ιεραρχίας, ακόμη και σε ανώτατες θέσεις χαμηλότερες των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων, η τήρηση χρονοδιαγραμμάτων για τη διεξαγωγή κρίσεων στις Ενοπλες Δυνάμεις και πάντως η έγκαιρη προειδοποίηση των εμπλεκομένων αξιωματικών οποτεδήποτε κρίνονται σκόπιμες τυχόν αντικαταστάσεις και αποστρατείες.

Σίγουρα στον 21ο αιώνα οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν μπορεί να διατηρούν τις δομές και λειτουργίες της μετεμφυλιακής περιόδου. Η απαραίτητη μεταρρύθμιση, όμως, θα πετύχει εφόσον βρει καλύτερο σημείο ισορροπίας ανάμεσα στον δημοκρατικό έλεγχο του στρατού και στη διατήρηση προβλέψιμου επαγγελματικού περιβάλλοντος σε αυτόν, δηλαδή ανάμεσα στην αλλαγή και τη σταθερότητα.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και συνεργάτης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT