Δεν είναι οξύμωρο; Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου υποτίθεται ότι αποκαθηλώνεται επειδή «πληρώνει» την υποστήριξή της στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, για να τη διαδεχθεί ο Κώστας Τασούλας, που θα τον διαδεχθεί ο Νικήτας Κακλαμάνης – δύο βουλευτές που δεν έστριψαν διά της αποχής, αλλά ψήφισαν την ισότητα στον γάμο. Οχι, δεν είναι οξύμωρο, κρυφολέει το Μαξίμου. Είναι η απόδειξη ότι η Σακελλαροπούλου δεν «τιμωρείται» για τις απόψεις της. Απόδειξη ότι ο πρωθυπουργός δεν φοβάται τη συντηρητική αντεπίθεση της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Φυσικά, το ωμό πολιτικό κίνητρο δεν ομολογείται. Αλλά η στιγμή χωρίς επιστροφή στη θητεία της πρώτης Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν εκείνο το επινίκιο βράδυ σε γνωστό wine bar του Κέντρου της Αθήνας. Αν έλειπαν οι εικόνες των πανηγυρισμών, η στοχοποίηση της Σακελλαροπούλου θα είχε εξαντληθεί στη γαλαρία της δεισιδαιμονίας, που επιχειρούσε από την πρώτη ημέρα της στο Προεδρικό να την πλήξει εκσφενδονίζοντας εναντίον της «τσαρούχια» εθνικιστικής συνωμοσιολογίας. Η εικόνα όμως της καθιστής και σιωπηρής συμμετοχής της στο δείπνο χρησιμοποιήθηκε σαν πειστήριο ελιτισμού που επέτρεψε στην οπισθοφυλακή της νεοδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας να χρησιμοποιήσει την Πρόεδρο σαν εξιλαστήριο θύμα. Της επέτρεψε να χτυπήσει τη Σακελλαροπούλου, επειδή δεν μπορούσε να χτυπήσει απευθείας τον Μητσοτάκη.
Ποιο πολιτικό μέταλλο είναι «προεδρικό»;
Εκείνη η αυθόρμητη εμφάνιση –που μάλλον κατέληξε να βλάψει τον σκοπό των συνδαιτυμόνων– ήταν ταυτόχρονα η χειρότερη και η καλύτερη στιγμή της Σακελλαροπούλου στην Προεδρία. Η χειρότερη γιατί δικαίωσε όσους της χρέωναν τουλάχιστον πολιτική αφέλεια – καθώς ανέλαβε δυσανάλογο κόστος για μια χειρονομία που θα μπορούσε εύκολα να είχε αποφύγει. Ηταν όμως και η καλύτερη λόγω του τρόπου που η Σακελλαροπούλου αντέδρασε στην υποκινούμενη κατακραυγή.
Εχοντας πια αισθανθεί το πολιτικό κόστος, η Πρόεδρος δεν μάσησε. Δεν κρύφτηκε, ούτε άρχισε να νερώνει τις απόψεις της με απολογητικές περικοκλάδες. Εξακολουθούσε να υποστηρίζει μαχητικά αυτό που πίστευε, αψηφώντας το τοξικό νέφος που την είχε κυκλώσει. Εξακολουθούσε να διατρανώνει σε κάθε ευκαιρία ότι όταν μια μειονότητα απολαμβάνει για πρώτη φορά ένα κεκτημένο για τους πολλούς δικαίωμα, η πλειονότητα δεν έχει κανένα λόγο να αισθάνεται ζημιωμένη ή απειλούμενη. Η ελευθερία του άλλου δεν περιορίζει τη δική μας ελευθερία.
Εκ των υστέρων μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι το μήνυμα αυτό υστερούσε σε επικοινωνιακή εμβέλεια – ότι δεν το βοήθησε η πολιτική συγκυρία των ευρωεκλογών, ει μη και των αμερικανικών εκλογών. Η στάση όμως αυτή –μιας ηγεσίας που είναι σθεναρή χωρίς να της χρειάζεται η «πατριαρχική» πυγμή, που βασίζει το σθένος της στην πεποίθηση, χωρίς να την υποβάλλει στην κυκλοθυμία της αγοράς και στη διακύμανση των δημοσκοπήσεων– ήταν υποδειγματικά «Προεδρική». Ηταν αντάξια ενός θεσμού που έχει σχεδιαστεί για να στέκει υπεράνω του μικροκομματικού υπολογισμού και της ψηφοθηρικής φούριας.

