Δεν θα έπρεπε να μας εντυπωσιάζουν τα απαξιωτικά σχόλια για τον Κώστα Σημίτη αλλά και η ένταση που τα συνόδευε – παρότι ο θάνατος ενός δημοσίου προσώπου και ιδιαίτερα ενός πολιτικού ηγέτη συνοδευόταν ώς πρόσφατα από κάποιο αίσθημα σεβασμού. Πάει καιρός πια που οι «τυπικότητες» και οι ευγένειες έχουν γίνει παρανάλωμα της πρακτικής και της αισθητικής των κοινωνικών δικτύων, που λειτουργούν ισοπεδωτικά ως μέσο εκτόνωσης του κάθε πικραμένου. Αυτό δεν σημαίνει πως η κριτική για το έργο και τις ημέρες του Σημίτη δεν είναι αποδεκτή. Ούτε σημαίνει πως δεν πρέπει να συζητηθούν εκτενώς οι αποτυχίες της πρωθυπουργικής του θητείας: από την αδυναμία ελέγχου της βόμβας του ασφαλιστικού ώς την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου και την έκρηξη της διαφθοράς. Είναι όμως λάθος να ταυτίζουμε κριτική και απαξίωση. Αν μη τι άλλο, η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στις δύο έννοιες είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος. Η κριτική βασίζεται σε μια λογική ανάλυση όπου επιτυχίες και αποτυχίες συγκρίνονται μεταξύ τους και ζυγιάζονται, και το τελικό αποτέλεσμα περνάει μέσα από το φίλτρο της ανάλυσης και της ερμηνείας. Αντίθετα, η απαξίωση είναι μια συναισθηματική αντίδραση που ερμηνεύεται με ανθρωπολογικά κυρίως χαρακτηριστικά – όπως με αντίστοιχα χαρακτηριστικά μπορεί να ερμηνευθεί και ένα είδος θετικής αποτίμησης για τον εκλιπόντα. Προσωπικά, άκουσα να καταφέρονται εναντίον του, και μάλιστα με ένταση, άτομα που είχαν ελάχιστη αντίληψη για το έργο του. Για να το θέσω διαφορετικά, οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο θάνατος του Σημίτη έχουν μικρή μόνο σχέση με τη συζήτηση για το έργο του.
Ο λόγος είναι πως ο Κώστας Σημίτης εκπροσωπεί ένα φαινόμενο που ο Νικηφόρος Διαμαντούρος περιέγραψε πριν από αρκετά χρόνια ως «πολιτικό δυϊσμό». Το φαινόμενο αυτό παραπέμπει στο παλιότερο δίπολο «Ελληνας – Ρωμιός» αλλά και στο πιο πρόσφατο «ευρωλιγούρης – ελληναράς». Ο Διαμαντούρος αναζήτησε τις ρίζες του δυϊσμού κυρίως σε κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις, όπως η κατοχή δεξιοτήτων που ορίζει τους κερδισμένους και τους χαμένους τής εκάστοτε συγκυρίας, προοικονομώντας πρόσφατες ερμηνείες για την άνοδο του ακροδεξιού κυρίως λαϊκισμού στον κόσμο με βάση δίπολα, όπως κοσμοπολιτισμός και εσωστρέφεια, πόλεις και ύπαιθρος, υψηλή και χαμηλή μόρφωση, υψηλά και χαμηλά εισοδήματα.
Μπορεί οι «αντισυστημικές» δυνάμεις να είναι διαιρεμένες και αποπροσανατολισμένες, όμως συνδέονται με μια υπαρκτή δεξαμενή που αν βρει τον κατάλληλο εκφραστή, δεν θα διστάσει να τον ακολουθήσει.
Ανεξάρτητα όμως από το ποια ακριβώς είναι τα βαθύτερα αίτια του πολιτικού δυϊσμού, σημασία έχει πως αποκρυσταλλώνονται σε μια σειρά από «ανθρωπολογικά» χαρακτηριστικά που εξέφρασε με μεγάλη σαφήνεια ο Κώστας Σημίτης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η σοβαρότητα και το μέτρο στην έκφραση και στη ζωή, η «αστική ηθική» και η αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες. Οι αντιδράσεις που αναδύθηκαν με αφορμή τον θάνατό του δείχνουν πως τέτοιου είδους χαρακτηριστικά μπορούν να λειτουργήσουν ως διαχωριστικές τομές και μας υπενθυμίζουν πως η διαχωριστική γραμμή του δημοψηφίσματος του 2015 μπορεί να έχει υποχωρήσει αλλά δεν έχει εκλείψει. Αν πριν από δέκα χρόνια οι δυνάμεις της «λογικής» (ή του «συστήματος») δυσκολεύονταν να βρουν δυναμική εκπροσώπηση και φαίνονταν χρεοκοπημένες, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει πλέον με τις «αντισυστημικές» δυνάμεις: μπορεί να είναι διαιρεμένες και αποπροσανατολισμένες, όμως συνδέονται με μια υπαρκτή δεξαμενή που αν βρει τον κατάλληλο εκφραστή δεν θα διστάσει να τον ακολουθήσει. Καθώς μάλιστα η διεθνής πραγματικότητα ευνοεί τις αντισυστημικές ροπές και τις αναταράξεις, η προοπτική αυτή είναι πολύ πιο ανησυχητική σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε δημόσιες πολιτικές και ορθολογική ανάλυση. Οι πρώτες αργούν να φέρουν αποτελέσματα (όταν φέρνουν), ενώ η δεύτερη αδυνατεί να διαπεράσει την αντίληψη των ανθρώπων που είτε λειτουργούν συναισθηματικά είτε θεωρούν τους εαυτούς, ορθά ή όχι, αδικημένους και περιφρονημένους. Αυτό που απαιτείται είναι ένα μήνυμα που, χωρίς να θυσιάζει τη λογική, να μπορεί να απευθυνθεί πειστικά και στο συναίσθημα.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

