Πιο εύκολα ξεκολλάει η ψυχή από το σώμα παρά η φήμη – παρά η «κοινή δόξα» που ακολουθεί τον νεκρό και στον τάφο, η ρετσινιά που επιμένει να δίνει οσμή ακόμη και στη μεταθανάτια απουσία του.
Ο Σημίτης είχε τη φήμη του στεγνού ανθρώπου, όπως είχαν την ευκαιρία να επαναλάβουν όσοι μετρούσαν τους μετέχοντες στην κηδεία του, σαν να μετρούσαν το πλήθος μιας προεκλογικής συγκέντρωσης. Δεν εξέπεμπε, ούτε ενέπνεε πάθος.
Κι όμως, τι άλλο παρά παθιασμένος ήταν ένας άνθρωπος που, από πεποίθηση και μόνο, παραιτήθηκε μία και δύο και τρεις φορές από κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα, σπάζοντας τον κύκλο της ψοφοδεούς αφοσίωσης στον αρχηγό – στον μαγευτικό αυλητή των «παθών»; Πώς αλλιώς θα ορίζαμε το πολιτικό πάθος, αν όχι σαν το ακλόνητο σθένος να υπερασπίζεσαι τις ιδέες σου, ακόμη κι όταν η επιμονή απειλεί να σε καταστήσει αλλόκοτο και αποσυνάγωγο;
Ο Σημίτης είχε τη φήμη του ελιτιστή – του διανοουμένου από το Κολωνάκι, που δεν είχε επαφή με τον μέσο πολίτη.
Κι όμως, ποιος ελιτιστής θα άντεχε τριάντα χρόνια μειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ; Ποιος «μη μου άπτου» μολυβάκιας θα περνούσε όλη τη ζωή του στο μαζικό αυτό κόμμα, μετέχοντας στον εσωκομματικό βίο και διεκδικώντας ξανά και ξανά σταυρό από τη βάση του;
Ο Σημίτης είχε τη φήμη του Γερμανού – του καθηγητή που τον είχε διαμορφώσει τόσο η αλλότρια κουλτούρα, ώστε τον είχε ξεριζώσει από τα ήθη της γενέτειράς του. Αυτή η παραφιλολογία για την «ξενικότητά» του δεν περιοριζόταν μόνο στο ύφος του. Εφτανε κιόλας να τον στιγματίζει περίπου ως αποικιοκράτη – εντολοδόχο των ξένων δυνάμεων τις οποίες ευγνωμονούσε από το βήμα της Βουλής.
Κι όμως, απ’ όσους διακινούσαν και τροφοδοτούσαν αυτή τη δοξασία, ποιος είχε διακινδυνεύσει ποτέ τη ζωή του και την ελευθερία του για έναν πατριωτικό σκοπό που τον υπερέβαινε; Ποιος από όσους τον διαδέχθηκαν στον πρωθυπουργικό θώκο είχε αναλάβει ποτέ προσωπικό κίνδυνο για τα πιστεύω του; Ποιος είχε κουβαλήσει βόμβα με τα χέρια του, για να ακούει μετά τους άκαπνους να τον λένε προδότη;
Εξαιτίας της φήμης του, ο Σημίτης δεν αγαπήθηκε ακόμη κι όταν ψηφιζόταν και κυριαρχούσε πολιτικά. Από την κηδεία του απουσίασαν όλοι οι (αιρετοί) πρωθυπουργοί που κυβέρνησαν τα 15 χρόνια έπειτα από αυτόν. Ολοι. Ηθελημένη ή τυχαία, αυτή η απουσία μπορεί να ήταν θεσμικώς ανορθόγραφη. Δεν ήταν, όμως, όπως είπαν, προσβλητική για τη μνήμη του εκλιπόντος. Αντιθέτως.
Σαν να ένιωσαν ότι έπρεπε να τον αφήσουν μόνο του στη σκηνή της Ιστορίας. Σαν να απέφυγαν τον ίσκιο του, για να φανεί η μοναξιά του υποδείγματός του.
Προφάσεις
Σε τέσσερις ημέρες θα είχε προλάβει να επιστρέψει από την Κίνα μέχρι και ο Μάρκο Πόλο.
Μπρούτοι
Εχει πλούτο αμύθητο. Εχει στα χέρια του ένα «πυρηνικό όπλο» προπαγάνδας. Αλλά δεν κάνουν έτσι οι προπαγανδιστές. Αν θέλεις να επηρεάσεις τα πολιτικά πράγματα σε μια ξένη χώρα και να πριμοδοτήσεις ένα κόμμα, όπως επιχειρεί ο Ελον Μασκ με την Εναλλακτική για τη Γερμανία, δεν βγαίνεις να το διαλαλήσεις σε όλον τον κόσμο. Δεν υψώνεις στους Γερμανούς το δάχτυλο, λέγοντάς τους «ψηφίστε αυτό». Δεν γίνονται έτσι αυτές οι «δουλειές». Θα μπορούσε έτσι κανείς να πει ότι το καλό με τους υπερ-επιδραστικούς πλουτοκράτες που συγκεντρώνονται στην αυλή του Τραμπ για να μοιραστούν την εξουσία του, είναι ότι δεν κρύβονται. Ιδίως οι απόπειρες του Μασκ να εμφανιστεί ως παράγων στη διεθνή σκηνή είναι τόσο χοντροκομμένες, που τον παίρνουν στα σοβαρά μόνο ο Καμμένος και ο Βελόπουλος. Κι όμως. Η επιτυχία του τραμπισμού δείχνει ότι δεν χρειάζεται πια να καταφύγει κανείς σε εξεζητημένες καμπάνιες αφανούς επιρροής για να στρέψει την κοινή γνώμη. Το μπρούτο –και επιτακτικό– φαίνεται να αποδίδει περισσότερο. Φαίνεται να κερδίζει, επειδή ξεχωρίζει στη χαοτική αγορά της προσοχής, ακριβώς χάρη στην ωμότητά του.

