Δεν θα αποπειραθώ βέβαια ν’ αδειάσω τη θάλασσα με κουτάλι. Κάποιες σκέψεις μόνο για τη χρήση δημοτικών στίχων από τον Παπαδιαμάντη. Οσο δύσκολη, για να μην πω ανέφικτη, κι αν είναι μια αποδελτίωση στενεμένη από τα όρια του ενός ανθρώπου, έχει πολλά παράπλευρα οφέλη. Ωφελήθηκα, πάντως, ιδιαίτερα και από το άρθρο «”Τραγούδια του Θεού” και τραγούδια των ανθρώπων στην πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» στα «Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών (Δόμος, 2002). Το συνυπογράφουν η Ερη Σταυροπούλου, η Βασιλική Κουρούδη, η Αναστασία Παπαδοπούλου και η Ιουλία Φαλιά.
Προκαταβάλλω το συμπέρασμά μου, που ίσως ηχήσει αυθαίρετο: Ο Παπαδιαμάντης είναι ο πεζογράφος που εντάσσει στα λογοτεχνήματά του περισσότερο από κάθε άλλον έμμετρα μνημεία του λαϊκού λόγου, μονόστιχα, δίστιχα (αυτά υπερτερούν αριθμητικά) και εκτενώς αφηγηματικά. Τα εντάσσει με την ίδια φυσικότητα και λειτουργικότητα που εντάσσει εκκλησιαστικά τροπάρια και ύμνους ή, σπανιότερα, χωρία της αρχαιοελληνικής γραμματείας· εξίσου ομαλά και αρμονικά, θα έλεγα «σιγανά και ταπεινά», χωρίς οίηση ή επίδειξη ευρυμάθειας. Γνώρισμα τρίτο: Σε πολλές περιπτώσεις περιγράφει τη συνθήκη χρήσης των τραγουδιών, ποιοι τα είπαν, με ποια μουσικά όργανα στη διάθεσή τους, πού τα απηύθυναν, με ποια προσδοκία.
Ιδού, στη «Μετανάστιδα», ένα παρακλαυσίθυρο: «Τη στιγμή εκείνη ηκούσθη μακρόθεν αρμονικόν άσμα. Ησαν νέοι κωμάζοντες εν τη οδώ. […] Το άσμα επλησίαζεν ολονέν, και διεκρίνοντο ήδη καθαρώς στίχοι τινές. Εβγα στο παραθύρι σου, ξανθούλα μου μαριόλα, / να τραγουδήσω να σου πω τα βάσανά μου όλα”». Αλλο, στη «Στρίγλα μάννα»: «Εκεί, κάτω από τα παράθυρα της νεαράς δασκάλας […], εκάθητο ο Ζάχος μονοτόνως επί ώρας, κ’ έπαιζε μονοτόνους ήχους, σχεδόν άνευ ρυθμού και μέλους, με το μπουζούκι του. Εκεί, το δειλινόν θερινής ημέρας, έμελπε το άσμα: “Κρέμετ’ η καπότα στην αλυγαριά· / ντέρτι και μαράζι κι αναπαραδιά!”».
Γνώρισμα τέταρτο. Ο Α. Π. αξιοποιεί για τις ανάγκες της εξιστόρησής του σχεδόν όλη τη μεγάλη ποικιλία των δημοτικών τραγουδιών. Το «σχεδόν» μού το υποβάλλει ή μου το επιβάλλει ο δαίμων της απορίας. Παρότι, λοιπόν, ο Σκιαθίτης επισκέπτεται συχνά τον λειμώνα της δημοτικής ποίησης, δεν έδρεψε ποτέ κάποιο από τα φαινομενικώς ασεβή ερωτικά δίστιχα, λ.χ.: «Τεσσεροκάδενος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου, / ούλοι φιλούνε το σταυρό κι εγώ το μάγουλό σου». Ή: «Τα μάτια σου με κάμανε κι αν στρώσω δεν κοιμόμαι, / και το σταυρό σα χριστιανός να κάμω δε θυμόμαι». Μπορεί να μην τα είχε ακουστά; Πιθανόν. Τα τραγουδούσαν πάντως οι Σκιαθίτες, όπως μαρτυρεί το έργο «Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός» (1958) του Γεωργίου Α. Ρήγα, ιερέα, δημοδιδασκάλου, λαογράφου και συγγενή του Α. Π. Στον ίδιο τόμο περιέχονται και δίστιχα μοιρολόγια, επίσης «ασεβή» μες στο βαθύ παράπονό τους: «Χριστέ μου, δεν την άφηνις ακόμα δύου χρόνια, / γιατ’ έχει γιο στην ξινιτιά κι κόρη γι’ αρραβώνα». Να τα ‘ξερε άραγε ο Α. Π.; Κι αν ναι, όπως πιστεύω, η μη χρήση τους ήταν τυχαία ή αποφασισμένη;
Ο Ρήγας δημοσιεύει και δύο τραγούδια για τον άγιο Γεώργιο. Το πρώτο, «Αϊ μου Γιώργη, αφέντη μου», εκτενές δοξαστικό του αγίου που σκότωσε ένα ανθρωποφάγο θεριό, ο Α. Π. το μνημονεύει στο άρθρο «Αϊ μου Γιώργη! (Επί τη εορτή της ΚΓ΄ Απριλίου)» («Ακρόπολις», 23.4.1892). Το δεύτερο, «Ενα μικρό Τουρκόπουλο», είναι η σκιαθίτικη παραλλαγή ενός από τα πιο ελευθερόφωνα δημοτικά μας. Πρόκειται για «Το τραγούδι της προδοσίας του Αγίου Γεωργίου». Αρνούμενη τον έρωτα του Τουρκόπουλου, η Ρωμιοπούλα προσφεύγει στον άγιο και τον ικετεύει να την κρύψει, τάζοντάς του λάδι, κερί και λιβάνι. Και πράγματι «άνοιξε τ’ άγιο μάρμαρο και κρύφτηκεν η κόρη». Νά κι ο Τούρκος, που τάζει να βαφτιστεί στη μνήμη του αγίου. Ενδίδει ο άγιος, ανοίγει το μάρμαρο, ο Τούρκος αρπάζει την κόρη απ’ τα μαλλιά κι αυτή λέει τον καημό της δίχως δισταγμό και φόβο: «Αϊ μου Γιώργη αφέντη μου, τα τάματα πιστεύεις / και παραδίνεις χριστιανή στα τούρκικα τα χέρια; / Δεν είδα άλλο δίγνωμο ωσάν τον Αϊ Γιώργη, / να παραδίνει τους Ρωμιούς στα τούρκικα τα χέρια».
Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον η γνώμη του Α. Π. για το τραγούδι αυτό και η ερμηνεία του για τη γένεση και την οξύτητά του. Να μην το ήξερε; Ισως. Ο Ρήγας πάντως το καταγράφει ως ζων στοιχείο της σκιαθίτικης λαϊκής μνήμης. Οχι σαν προκλητικό κατασκεύασμα άπιστου λογίου που μιμείται προβοκατόρικα τη λαϊκή μούσα.
Πέμπτο γνώρισμα: Ο Α. Π. ενθέτει στον αφηγηματικό του ιστό δημοτικούς ή δημοτικοφανείς στίχους ως λογοτέχνης, όχι ως λαογράφος. Ενίοτε μάλιστα ο αναγνώστης δεν είναι βέβαιος αν πρόκειται όντως για λαϊκή δημιουργία ή για δική του, προσωπική.
Είναι ο πεζογράφος που εντάσσει στα λογοτεχνήματά του περισσότερο από κάθε άλλον έμμετρα μνημεία του λαϊκού λόγου.
Στο ενδιάμεσο, μεταξύ ανώνυμης και επώνυμης δημιουργίας, πρέπει να κατατάξουμε τα δέκα ερωτικά δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα του διηγήματος «Θέρος – Ερος: Ειδύλλιον της Πρωτομαγιάς». Η ωραία «δεκαεπταέτις» Ματή/Ματούλα αντιλαμβάνεται τον έρωτα του σπουδαστή Κωστή διαβάζοντας την εξομολόγησή του (εν μέρει σε πεζό λόγο, εν μέρει στιχουργημένη) στο «επιστόλιον» που της άφησε ανάμεσα στις αγκιναριές. «Επί κομψού κοκκινωπού χάρτου», ο «ρωμαντικός» Κωστής ενισχύει την πεζογραφημένη κατάθεση των αισθημάτων του με στίχους. «Ισως να ήταν σύρραμμα του ιδίου επιστολογράφου, πιθανόν να ήταν συγκολλημένοι και παραποιημένοι αλλαχόθεν», γράφει ο Α. Π. με αγαθή λογοτεχνική πονηρία. Σαν να μας λέει, χαμογελώντας, ότι τα δίστιχα ίσως είναι δικά του, ίσως όμως τα άντλησε «αλλαχόθεν», από τη δημοτική πηγή.
Ο Α. Π. δεν δανείζει όλη του τη λογοτεχνική δεξιοσύνη στον Κωστή. Τον δημιουργεί μα δεν τον υιοθετεί. Τον κάνει ποιητή, και μάλιστα δημοτικό ή δημοτικοφανή, «τόσο όσο»: τόσο όσο να είναι καθαρό ότι την ανώνυμη κοινοτική δεξιότητα, που καλλιεργείται σε βάθος χρόνου, δύσκολα την κατορθώνει η ατομική στιχουργική, όσο καλλιεργημένη κι αν είναι.
Εξαιρετικά δηλωτική για τη σχέση του Α. Π. με τους στίχους που ενθέτει είναι μια παράγραφος του οιονεί ταξιδιωτικού κειμένου του «Ταξίδι – βαπόρι – Ρωμέικο» («Ακρόπολις», 12.12.1895). Ο συγγραφέας ταξιδεύει με ατμόπλοιο από τον Πειραιά στον Βόλο και παρατηρώντας άλλα πλεούμενα σημειώνει:
«Ανθρωποι ηγωνίων, κ’ επάλαιον κ’ ετήκοντο, εις το καραντί [θαλασσοταραχή] κ’ εις την χιονιάν, εις την φουσκοθαλασσιάν κ’ εις την μπόραν, διά να κερδήσουν όχι τον άρτον, αλλά το δίπυρον το καθημερινόν. “Καλό σας κατευόδιο, φτωχοί τυραγνισμένοι”. Είπεν η καρδία μου αυθόρμητος εις τους αγνώστους τούτους. Ητο η επωδός άσματος επιθαλασσίου και αιθερίου ποιήματος κοινοτοπιακού, υψηλού, παθητικού, ανιαρού και σπαρακτικού, το οποίον δεν υπήρξεν ποτέ, και το οποίον ποτέ δεν έπαυσε να υπάρχη· ας μη ευρεθή ποιητής διά να το συνθέση, μήτε μουσικός διά να το τονίση». Λογοτεχνική πανουργία υπέρτερη οποιασδήποτε θεωρίας.
Καλή νέα χρονιά να ‘χουμε.
* Εισήγηση στο Α΄ Συμπόσιο Παπαδιαμάντη που διοργάνωσαν η Περιφέρεια Θεσσαλίας και ο Δήμος Σκιάθου (Σκιάθος, 19-22.9.2024).

