Τι στιγμή! Αυτό το διαρκές ωδικό ξάφνιασμα που λέγεται Μάρθα Φριντζήλα είχε βγάλει την κόκκινη παραλλαγή της καφίγια, με την οποία είχε συνοδεύσει στυλιστικά την Μποφίλιου πέντε λεπτά πριν. Τώρα, είχε ρίξει στον αυχένα της ένα λευκό γουνάκι. Μαζί με τα αξεσουάρ, άλλαζε και το ρεπερτόριο στην πρωτοχρονιάτικη σκηνή του Συντάγματος. Η βλοσυρή συμ-πασιονάρια μεταμορφωνόταν σε ηλεκτρική ψευτο-βαμπ και τραγουδούσε –ή, μάλλον, εκτόξευε σε άλλη ηχητική στρατόσφαιρα– το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο».
«Κι άμα θελήσω μουσική/ πηγαίνω στο κρεβάτι/ Εγώ κι ο παίδαρος εκεί/ ακούμε την Ενάτη». Την ώρα που εξαπολύονταν στον αθηναϊκό ουρανό αυτοί οι στίχοι, από κάτω, στην πλατεία, ανέμιζαν θριαμβευτικά παλαιστινιακές σημαίες.
Τι να νόμιζαν άραγε ότι άκουγαν, χαμένοι στη μετάφραση, οι εκστατικοί σημαιοφόροι; Ποιος πολιτισμός φαντάζονταν ότι τους δεξιώνεται και τους τιμά στη γιορτή του, ενδυόμενος τις ιερές τους μαντίλες; Πώς θα μεταφράζονταν στη δική τους γλώσσα όσα ήδη επιτελούσε στη σκηνή η «Ταράτσα του Χρόνου»; Ο «αυτοσαρκασμός» πώς λέγεται στα αραβικά; Πώς λένε στο Ισλάμ τη σάτιρα;
(Σε αυτή τη λέξη είχε κολλήσει, σύμφωνα με τον Μπόρχες, και ο Αβερρόης, όταν πια ο μεταφραστικός του μαραθώνιος είχε φτάσει στην Ποιητική του Αριστοτέλη: στην ανήκουστη και ανεξιχνίαστη λέξη «κωμωδία»).
Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς, λένε, ήταν δημόσια. Το λένε και εννοούν ότι πληρώθηκε με δημόσιο χρήμα. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Οτι υπάρχει επίσημο, δημόσιο γούστο στο οποίο η παράσταση του Δήμου Αθηναίων έπρεπε να συμμορφωθεί; Οτι υπάρχει εθνική ή πολιτική ορθότητα στην οποία πρέπει να υπακούει το ρεπερτόριο, τα σκηνικά και τα κοστούμια;
Τον δημόσιο χώρο πάντως εκείνο το σημαδιακό βράδυ της αλλαγής του χρόνου τον διαμορφώνουν όσοι τον «κατοικούν» – όσοι ζεσταίνουν με τα σαρκία τους την πλατεία. Στα πλάνα από ψηλά φαίνονταν οι δρόμοι γύρω από το Σύνταγμα μποτιλιαρισμένοι, κατάμεστοι από εκείνους που προσπερνούσαν αδιάφοροι την πλατεία και τα δωρεάν θεάματά της – από εκείνους που επείγονταν να καταφύγουν σε πριβέ διασκεδάσεις στις αρένες της οδού Πειραιώς.
Οσοι θυμώνουν με το θέαμα που παρουσίασε ο Φοίβος Δεληβοριάς –μια εν πολλοίς σατιρική αναδρομή στο ελληνικό τραγούδι που κράτησε 90 λεπτά– δεν έχουν δει ούτε το θέαμα ούτε το ημερολόγιό τους. Μια γεμάτη δεκαετία έχει πια περάσει, αλλά εκείνοι δεν έχουν γυρίσει φύλλο στον μετρητή του εσωτερικού τους χρόνου. Εχουν κολλήσει στο 2015. Στην εποχή που αλληλοαναγνωριζόμασταν ακόμη και από το τι ακούμε – εποχή που ψάχναμε ο ένας στον άλλο το σουσούμι που θα πρόδιδε μνημονιακότητα ή αντιμνημονιακότητα. Μερκελιστής ήταν ο πλησίον ή σανοφάγος; Ζαίος ή φιλελές; Και όλα αυτά χωρίς διάθεση για χιούμορ. Με σκέτη, πηχτή χολή.
Τώρα, δέκα χρόνια μετά, έχουμε επιστρέψει στην καταστατική ελαφρότητα της δημοκρατικής κουλτούρας που μπορεί να παριστάνεται χωρίς να τη σκηνοθετούν αντίπαλες «ορθοδοξίες». Μπορεί να εμφανίζεται με ένα παρδαλό μπρικολάζ –από Χατζιδάκι μέχρι Λευτέρη Πανταζή– που εμπεριέχει αυτοσαρκαστικά την ίδια του την υπονόμευση. Ετσι και η ερμηνεύτρια που με στρας στα βλέφαρα και «καρντασιανό» νύχι επιχείρησε την παραμονή να εκπληρώσει μια φαντασίωση Φαραντούρη: Η ίδια ήταν που, μαζί με τον στόμφο «ΚΝΕ Οδηγητή», κόμιζε στη σκηνή και το άκκισμα του λαμέ διασκεδαστή. Η ίδια ήταν και το διάβημα και η αποδόμησή του.
Στη χώρα του 2025 –τη διασωθείσα χώρα– ταιριάζει αυτός ο χορός των μεταμφιέσεων: παιδιά της τρυφής που τραγουδούν σαν παιδιά της οργής, χωρίς να είναι ψεύτικα ούτε στην τρυφή τους ούτε στην οργή τους. Χωρίς να τους ζητάει κανείς να γενεαλογήσουν την ελευθερία που απολαμβάνουν.
Πώς να μην αισθανθείς εθνική αγαλλίαση γι’ αυτή την πολύχρωμη χώρα που απλώνει στην ευρύχωρη ταράτσα της όλες τις στοιβάδες του εαυτού της. Και την Μποφίλιου και τον «Παίδαρο».
Επέτειοι
Μόνο τρεις εβδομάδες μας χωρίζουν από τη δέκατη επέτειο της «πρώτης φοράς Αριστερά». Θα πήξουμε στις δοξολογίες, που θα εξηγούν την αποτυχία ως αποτέλεσμα υπερβολικής αγνότητας και επαναστατικού ρομαντισμού. Θα πήξουμε και στις δαιμονολογίες «αντι-σύριζα» αυτοδικαίωσης. Θα ακούσουμε ξανά όλο το ρεπερτόριο για την κωλοτούμπα του αντισυστημικού που δεν είχε καταλάβει τα κεκτημένα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Μήπως όμως το πρόβλημά του δεν ήταν ότι έκανε την κωλοτούμπα, αλλά ότι άργησε πολύ να την κάνει; Μήπως το αποτύπωμά του μοιάζει τώρα τόσο φευγαλέο, όχι επειδή ήταν αντισυστημικός, αλλά επειδή είχε σπεύσει εκθύμως να συνθηκολογήσει με τις πιο παρωχημένες εκδοχές του συστήματος;

