Η λέξη «δημοτικός» δηλώνει και αυτόν που αγαπάει τον λαό και αυτόν που τον αγαπάει ο λαός. Είναι και λαοφιλής και φιλόλαος, και δημοφιλής και δημοκηδής, όπως μπορεί να έγραφε κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αντλώντας το επίθετο από τον Πλούταρχο ή τον Στράβωνα· κήδεται δηλαδή του δήμου, τον νοιάζεται. Συμβαίνει εδώ περίπου ό,τι και με τη λέξη «ξένος» στον αρχαίο της βίο, όταν σήμαινε και τον φιλοξενούντα και τον φιλοξενούμενο.
Ο Παπαδιαμάντης, τωόντι, είναι και φίλος του λαού, ανιδιοτελής, ένας γονιός που επιφυλάσσει στον ιστορητή εαυτό του και το χρέος της αυστηρότητας, αλλά και συγγραφέας που με τα χρόνια αγαπήθηκε ευρύτερα, για να γίνει τελικά ταυτόσημος του Πάσχα και των Χριστουγέννων· ένα αυτονόητο, με τρόπο που μειώνει την ποικιλία της γραφής και την ποιότητα του στοχασμού του.
Δημοτικός είναι ο Σκιαθίτης και με μια τρίτη έννοια της λέξης: ο προερχόμενος από τον λαό. Τα πάθια κι οι καημοί του, τα οικονομικά βάσανα της οικογένειάς του, είναι γνωστά. Γραμματισμένος ήταν, αυτό όμως δεν τον απέσπασε από τη φύτρα του ούτε τον λύτρωσε από την ψυχοφάγο πενία του. Και απομόναχος ήταν. Η μνήμη του ωστόσο, αυτό το θερμό πρώτο συγγραφικό κινούν, ήταν κοινοτική, ριζωμένη σε όσα έλεγε, ένιωθε κι έπραττε μια κοινότητα ανθρώπων πότε αγία και πότε αγρία. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα η κινούσα μνήμη –ή δεν ανησυχούσε πάντα, πρωτίστως στα διηγήματά του– για την πλοκή και την επινόηση; Αυτό όμως είναι γνώρισμα του λαϊκού αφηγητή, και στην καθαρεύουσα αν μιλάει. Οχι του λαϊκού παραμυθά, που η φαντασία του πλέκει εκ του μηδενός, αλλά του μεταφορέα ιστοριών, του εξιστορητή συμβάντων· του αγγελιοφόρου.
Εδώ, μολαταύτα, δοκιμάζω να ψηλαφήσω το κείμενο-Παπαδιαμάντης έχοντας στο νου μια τέταρτη σημασία του «δημοτικού» ανθρώπου: του αναφερόμενου στον δήμο, εκείνου που γίνεται μάρτυρας (διά της γραφής) των δημοτικών πραγμάτων, των λαϊκών δημιουργημάτων. Με άλλα λόγια, να δω τη χρήση που επιφυλάσσει σε στοιχεία ή μνημεία του λαϊκού πνεύματος και λόγου. Ως λογοτέχνης. Οχι ως λαογράφος.
Εννοώ τη σχέση του με τα εξής: Τραγούδια – ερωτικά, της ξενιτιάς, παραλογές, σατιρικά, αποκριάτικα. Και μοιρολόγια. Μ’ ένα «βαθύ μυρολόγι» αρχίζει το «Μυρολόγι της φώκιας», και μ’ ένα μοιρολόι τελειώνει, σε μια σκηνή που φανερώνει πόσο βαθιά ποιητής ήταν ο Σκιαθίτης: «Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών»: «Αυτή ήτον η Ακριβούλα / η εγγόνα της γρια-Λούκαινας. / Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της… / Κι η γριά ακόμα μυρολογά / τα γεννοβόλια της τα παλιά. / Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου». Το μοιρολόι της φώκιας, που συνοδεύει το μακάβριο «εσπερινόν δείπνον της», αποκτά τη φρικτή κυριολεξία του στα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη: «Η καημένη η πατρίδα αμαρτίες οπού ‘χε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί! […] Κλαίγει ο Κωλέτης και οι άλλοι κυβερνήται μας τον χαμόν του Αλέξη και Παλάσκα σαν την φώκια, οπού κλαίγει τον πνιμένον όσο οπού σαπίζει και κάθεται και τον τρώγει».
Οι παπαδιαμαντικές σελίδες είναι κατάστικτες από τα σημάδια της λαϊκής σκέψης, που δεν παραδίδονται εκεί ως τεθνεώτα κειμήλια, εξωκοινωνικά και εξωιστορικά. Κάλαντα λοιπόν, όπως στον «Αμερικάνο». Παραμύθια, λ.χ. στους «Ελαφροΐσκιωτους». Παροιμίες. Στους «Χαλασοχώρηδες», δυο φίλοι εκμεταλλεύονται την κατεστημένη ανηθικότητα των πολιτικάντηδων με μιαν απλή κομπίνα: ο ένας θα λέει πως είναι με τους «Χαλασοχώρηδες», ο άλλος με τους «Ανδρογυνοχωρίστρες». Ετσι «”το έχουν δίπορτο”. Με όποιον κόμμα νικήσει θα είναι φίλοι, αφού θα είναι ο εις. “Οποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι”». Ή: «Το καλό αρνί τρώει από δύο προβατίνες».
Φίλος του λαού, ανιδιοτελής, ένας γονιός που επιφυλάσσει στον ιστορητή εαυτό του και το χρέος της αυστηρότητας, αλλά και συγγραφέας που με τα χρόνια αγαπήθηκε ευρύτερα, για να γίνει τελικά ταυτόσημος του Πάσχα και των Χριστουγέννων.
Πολλές επίσης οι ευχές και οι κατάρες, όπως στον «Χρίστο Μηλιόνη», αφήγημα που εναρμονίζεται με το κλέφτικο τραγούδι του καπετάνιου, από τα πρωιμότερα του είδους: «Ο Μουχτάρ Κλεισούρας ήτο έτοιμος να βλασφημήση. […] – “Χίλιοι διαβόλοι να σας σηκώσουν! Τα τσακάλια να τραβούν τα κορμιά σας και οι χοίροι να φάγουν τα πρόσωπά σας!”». Κι ακόμα, «δημώδη αξιώματα», όπως αποκαλείται στους «Ελαφροΐσκιωτους» το παροιμιώδες «το ‘να παιδί καλό παιδί· τ’ άλλο δεν είχε μάννα». Επίσης επωδές ή ξόρκια. Στα «Αγια και πεθαμένα» το Σεραϊνώ «δεν ήτο ικανή να […] εξέλθη διά νυκτός εις την αυλήν, κρατούσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αυλακώση δι’ αυτού την γην, να σπείρη τα κόλλυβα, και να περιέλθη τρεις γύρες ψιθυρίζουσα: “Αϊ μ’ Θόδωρε καλέ, / κι καλέ κί ταπεινέ”…».
Και φυσικά, προλήψεις. Στον «Χρίστο Μηλιόνη», «ήτο γενικώς παραδεδεγμένον ότι οι χριστιανοί, όσοι συνεμάχουν μετά των Τούρκων, ουδέποτε ευνοούντο υπό της τύχης εις τας επιχειρήσεις των». Και έθιμα, λ.χ. στη «Μετανάστιδα»: «Συ μοι ενθύμισες σήμερον τα έθιμα της πατρίδος μας.[…] Λοιπόν και τούτο έθιμον ελληνικόν δεν είναι; Φάγε. Οταν αποθάνη συγγενής τις, όλοι οι συγγενείς επιστρέφοντες εκ της κηδείας δειπνούσιν».
Αινίγματα. Γλωσσοδέτες. Εκφράσεις. Βλαστήμιες και βρισιές. Στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» ο μπαρμπα-Στεφανής «εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του. […] “Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! το Μουχαμέτη σου, μέσα!”». Παιδικά παιχνίδια, σαν «το ανέβα μήλο – κατέβα κίτρο» και «τον δείχτη» στο «Ερως – ήρως» ή το κρυφτάκι στην «Τελευταία βαφτιστική». Και παρατσούκλια, που με την κρατυλική λάμψη τους επιβάλλονται των ονομάτων του ληξιαρχείου: Γκαβόχηνας, Ξυπνητήρας, Πευκόρραχος, Ψειροκόνιδας, Σιγουράντσας…
Ακόμα και τα τυπικά λάθη κάτι έχουν να πουν, όπως το «θα εδέχετο να ξαναρχίση πάλιν» των «Ελαφροΐσκιωτων». Η ακοή του Σκιαθίτη, στραμμένη στη λαϊκή ομιλία, ενστερνίζεται μια έκφραση που ο αυστηρός λόγιος θα τη χλεύαζε. Ο επιτατικά διπλασιασμένος συγκριτικός βαθμός, συχνότατος στο δημοτικό τραγούδι, πέρασε και σε άλλους επώνυμους λογοτέχνες: Κορνάρος, Παλαμάς, Μαρκοράς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Πολέμης, Δροσίνης, Σαχτούρης.
Τέλος, παραδόσεις, όπως η σκιαθίτικη για τη Φλανδρώ, στο «Αγνάντεμα». Ο συγγραφέας την πρωτοδημοσίευσε στο περ. «Τέχνη» (1899), απ’ όπου την άντλησε ο Ν.Γ. Πολίτης για τις «Παραδόσεις» του. «Τον καιρό εκείνο», ένας καραβοκύρης αγάπησε το Φλανδρώ, αλλά αμέσως μετά τον γάμο ξαναβγήκε στη θάλασσα. Το Φλανδρώ αγνάντευε το καράβι που έφευγε «κ’ έκλαψε πικρά κ’ έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κ’ εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν κ’ εθέριεψαν». Κι έπνιξαν τον άντρα της. Κι εκείνη «παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες», να την κάνουν πέτρα στην ακροθαλασσιά, με «ανθρωπινό σκήμα».
Με την παπαδιαμαντική φράση «Και τα κύματα επικράθηκαν, κ’ εφαρμακώθηκαν» συνηχεί ένα δωδεκανησιακό δημοτικό: «Θάλασσα πόσα δάκρυα π’ έχουν τα κύματά σου. / Για τούτο είναι αρμυρά, φαρμάκι τα νερά σου». Αλλά για τα παπαδιαμαντικά δημοτικά την επόμενη Κυριακή.

