Με τα χέρια στις τσέπες και βλέμμα που το προόριζε για στοχαστικό, ο ευρωβουλευτής συστημικού κόμματος είχε φωτογραφηθεί χριστουγεννιάτικα στον κινηματογράφο. Πίσω του κυριαρχούσε η αφίσα του «Υπάρχω», της υπερεπιτυχημένης ταινίας για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη. «Υπάρχει η Ελλάδα μας», σχολίαζε πανηγυρικά ο ευρωβουλευτής.
Αλήθεια; Υπάρχει αυτή η Ελλάδα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης – αυτή η αναξιοπαθούσα χώρα της λυγμικής Ανατολής; Αυτή την Ελλάδα, της ήττας και του ανίατου άλγους, αισθάνεται ότι εκπροσωπεί ο ευρωβουλευτής στις Βρυξέλλες;
Κι αν για εκείνη, την κάποτε υπαρκτή Ελλάδα, ο Καζαντζίδης ήταν η κλαίουσα φωνή που της έπρεπε, τι είναι για τη σημερινή; Πώς αντηχεί σήμερα εκείνη η γλώσσα που έμοιαζε να έχει μόνο φωνήεντα – μόνο τα αβυσσαλέα άλφα του «αχ» και του «αμάν»;
Είναι δύσκολο να βρει κανείς τον όντως υπάρξαντα Καζαντζίδη, διαπερνώντας τα προσωπεία των μυθολογήσεών του. Η μνήμη του σίγουρα επιβιώνει ως συμβόλου του ακραιφνώς «λαϊκού». Ακόμη και οι υπερβολές του –η εμμονή του, ας πούμε, ότι είχε πέσει θύμα εβραϊκής συνωμοσίας– συγχωρούνται ως σκιρτήματα της λαϊκής ψυχής.
Παραγνωρίζεται έτσι ότι ο Στέντωρ του νταλκά ήταν εκείνος που αποσύρθηκε από τη νύχτα λόγω μιας δυσανεξίας που σήμερα μπορεί και να τη λέγαμε «ελιτίστικη». Δεν ανεχόταν να σπαταλά το ταλέντο του εκεί που οι μεθυσμένοι έσπαγαν πιάτα και έφερναν βόλτες οι μαχαιροβγάλτες και οι πάσης παρεκκλίσεως νυχτόβιοι. Δεν ανέχθηκε την πίστα –την έδρα του λαϊκού ξοδέματος– γιατί είχε τοποθετήσει τον εαυτό του σε βάθρο υψηλότερο από τους ομότεχνούς του, που δούλευαν στο ίδιο σανίδι. Ο αναχωρητισμός του σκόπευε έτσι να προστατεύσει το ανώτερό του «μέταλλο» από την πολλή συνάφεια με τα χούγια του διονυσιαζόμενου όχλου και του αρειμάνιου υποκόσμου.
Εντάξει, δεν είναι σπάνιο: Τα μεγάλα ταλέντα χωρούν μόνο σε μεγάλα εγώ. Το ρεπερτόριο, ερήμην του έμβιου μουσικού οργάνου που το εκτελούσε, παρέμενε μια παλλόμενη κιβωτός του λαϊκού συναισθήματος.
Τα σπουδαιότερα από αυτά τα τραγούδια δεν προορίζονταν άλλωστε για ομαδικές, ευωχικές ακροάσεις. Ηταν γραμμένα για να τα ακούει μόνος και καθιστός ο τσακισμένος άνδρας (γυναικεία στόματα δεν θα μπορούσαν να εκφέρουν αυτούς τους στίχους, παρά μόνο για να βάλουν στα ρεφρέν ηχητικό διάκοσμο).
Αυτή είναι ίσως η δεύτερη μεγάλη παρεξήγηση για τον «Στελάρα»: Οτι λογίζεται ακόμη ως στερεότυπο του «βαρέος» άνδρα, του σκληραγωγημένου από τις κακουχίες, που θέλει να πάρει «σκλάβες» τις «ζωές» των ερωτικών του θηραμάτων.
O βάρδος όμως που τραγουδούσε για τους άνδρες που ήθελαν να αποσυρθούν σε μια γωνιά, να πιουν και να κλάψουν μόνοι, απενοχοποιούσε το ανδρικό συναίσθημα.
Σε μια εποχή που οι άνδρες δεν επιτρεπόταν να κλαίνε, ο Καζαντζίδης νομιμοποιούσε την ευθραυστότητά τους μέχρι μαζοχιστικής απολαύσεως («διώξε με, και μη λυπάσαι»). Τους επέτρεπε να αισθάνονται «πληγωμένα αηδονάκια» που «τους πήραν τη φωνή» και αγριολουλουδάκια πάνω σε επισφαλείς μίσχους. Ο σκληρός έδινε στους ομοφύλους του την άδεια να έχουν θηλυκά αισθήματα.
Αυτή η αισθηματική αγωγή βρήκε τις κορυφές –ή μάλλον τα έγκατα– του υπαρξιακού ιλίγγου («στο θολωμένο μου μυαλό, ο κόσμος είναι μια σταλιά») όταν ανέλαβε να την αρθρώσει, ορθοτομώντας τη με τα διαυγή ελληνικά του, ο Ακης Πάνου, ο γυμνός λυρισμός του οποίου μπορεί να επιζήσει χωρίς τον λώρο με τα κοινωνικά του συμφραζόμενα.
Ο υπόλοιπος κόσμος του Καζαντζίδη όμως –η χώρα όπου όντα αδικημένα και κυνηγημένα τρώνε πικρό ψωμί και μολογάνε πίκρες– υπάρχει σήμερα μόνο ως καρικατούρα της παλιάς θυματοποίησης. Υπάρχει και ανακυκλώνεται μόνο ως καθήλωση στη συλλογική αυτολύπηση ενός «πάντοτ’ ευκολοπίστευτου και πάντα προδομένου» λαού – καταδικασμένου στην πλάνη και στην αποτυχία.
Το γεγονός ότι αυτή η κακοποιημένη (και ενίοτε κακοποιητική) Ελλάδα επιστρέφει στην οθόνη σαν ποπ ρομάντζο είναι ένδειξη υγιούς μεταβολισμού.
«Kazantzidis remastered» γράφει στην οθόνη του Spotify. Και στη μεγάλη οθόνη «remastored», από έναν μελένιο Μάστορα: Ακόμα καλύτερα.

