Γεννιόμαστε χωρίς γλώσσα. Περνούν χρόνια για να μάθουμε να μιλάμε και ακόμη περισσότερα για να μάθουμε να διαβάζουμε. Αυτή η μοναχική, αργή, διεργασία της αποκωδικοποίησης των συμβόλων, που λέγεται ανάγνωση, μπορεί να απαιτεί απόσταση από τον κόσμο, αλλά είναι ταυτόχρονα και ο μόνος τρόπος για να γνωριστούμε με τον κόσμο των άλλων ανθρώπων βαθύτερα.
Μπορούμε να μαθαίνουμε να διαβάζουμε επειδή ο εγκέφαλός μας πλάθεται. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να πλαστεί και για να μη διαβάζει αργά – για να μην υπομένει τη βάσανο ενός κειμένου που εκτυλίσσεται σε σελίδες επί σελίδων. Μπορεί να τον διαπλάσουν άλλα, πιο διεγερτικά ερεθίσματα. Μπορεί να μάθει στην ταχύτητα των αστραπιαίων συγκινήσεων που του προσφέρει μια διαρκώς ανανεούμενη οθόνη.
Αυτόν τον επαναπρογραμματισμό της σκέψης –την παγίδευση στη σαγήνη των κατακλυσμιαίων ερεθισμάτων– οι ειδικοί τον ονομάζουν «επανακαλωδίωση» του εγκεφάλου (την περιγράφει πολύ πιο εμπεριστατωμένα –και ανησυχαστικά– η Maryanne Wolf του UCLA στο «Reader, come home»). Και την εννοούν κυριολεκτικά: Το αλγοριθμικώς ρυθμισμένο ερέθισμα αλλάζει το ανθρώπινο hardware – αναπλάθει τα νευρωνικά δίκτυα του εγκεφάλου.
Ακούγεται απόμακρο και δυστοπικό; Είναι όμως πια πολύ κοινό. Για να καταφέρεις να διαβάσεις ένα βιβλίο –να μην αισθάνεσαι κάθε τριάντα δευτερόλεπτα την ανάγκη να σύρεις τον αντίχειρά σου στη λοταρία του refresh–, νιώθεις την ανάγκη να κλειδώσεις το κινητό του σε άλλο δωμάτιο. Αν αυτό συμβαίνει στους ενηλίκους –με τους ήδη εκπαιδευμένους στην αργή ανάγνωση εγκεφάλους τους–, τι συμβαίνει, άραγε, στα παιδιά; Τι μπορεί να συμβεί σε ένα προγλωσσικό πλάσμα που, προτού καν μυηθεί στην εμπειρία της αργής μέθεξης σε ένα «χάρτινο» μυθιστόρημα, έχει αιχμαλωτιστεί στη φαντασμαγορία της παλαμιαίας οθόνης;
Τι συμβαίνει στον αδιάπλαστο εγκέφαλο του πεντάχρονου που κάθεται ώρες, αφύσικα αμίλητο και ακίνητο, στο διπλανό τραπέζι του εστιατορίου, με λυγισμένο αυχένα πάνω από το τάμπλετ – σαν μικρός νάρκισσος βυθισμένος στην ψηφιακή λίμνη μιας πολύχρωμης νάρκης;
Αυτή η αγωνία για τον ψηφιακό κόσμο αντιμετωπίζεται από πολλούς σαν φοβικός συντηρητισμός – σαν λουδιτισμός. Ο κόσμος δεν γυρίζει πίσω, λένε. Κι έχουν δίκιο. Το να φαντάζεσαι την ανθρωπότητα αποσυνδεδεμένη –επαναπατρισμένη σε μια offline Εδέμ– είναι σαν να προσπαθείς να βάλεις πίσω στο σωληνάριο τη χυμένη οδοντόπαστα. Ο homo digitalis δεν ξαναγίνεται πίθηκος.
Ομως, οι κοινωνίες δεν μπορούν να κλείσουν τα μάτια σε αυτό που συντελείται ήδη σαν ανεξέλεγκτο, κερδοσκοπικό κοινωνικό πείραμα. Δεν μπορούν να μη βλέπουν τα κορίτσια που ζουν για το είδωλό τους στο πολυκάτοπτρο του Ινσταγκραμ και τα αγόρια που χάνονται στα γκέιμ, παροχετεύοντας σε ένα μυθικό άβαταρ την πρώιμη τεστοστερόνη τους.
Οι πλατφόρμες θα πουν ότι απειλείται η ελευθερία του λόγου. Ενώ το μόνο που απειλείται είναι ο ίδιος ο λόγος, από τον εθιστικό μηχανισμό που οι πλατφόρμες έχουν επινοήσει για να πουλάνε διαφήμιση.
Πρίγκιπες
Μπορεί τώρα και ο έτερος έκπτωτος να αναβαπτιστεί σε Stefanos de Syriza;
Αβασίλευτοι
Πολίτευμα που ζει –κλυδωνίζεται και χαλυβδώνεται από τους κλυδωνισμούς– επί μισόν αιώνα δεν έχει χρεία «αναγνωρίσεως». Το ρίζωμά του επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ανέχεται τους αρνητές του και βρίσκει τρόπο να συμβιώνει μαζί τους. Η απόφαση μιας οικογένειας, που διατελούσε μέχρι σήμερα σε κατάσταση σιωπηρής αρνήσεως του αβασίλευτου πολιτεύματος, να υπαχθεί στον από τριακονταετίας ψηφισμένο νόμο της δημοκρατίας, συνιστά μεν «αναγνώριση», αλλά αντίστροφα απ’ ό,τι προβάλλεται. Δεν αναγνωρίζουν εκείνοι την πολιτεία. Η πολιτεία τούς αναγνωρίζει, επειδή συμμορφώνονται με τους κανόνες της. Πολιτικά, η σημασία του γεγονότος είναι λίγο μεγαλύτερη από την έκδοση μιας οποιασδήποτε ατομικής διοικητικής πράξης – από την έκδοση μιας αστυνομικής ταυτότητας ή ενός διπλώματος οδήγησης. Γι’ αυτό και όσοι δίνουν χρώμα στη διευθέτηση μιας ληξιαρχικής εκκρεμότητας, ετυμολογώντας επώνυμα και χρεώνοντάς τα με «δεξιούς» συμβολισμούς, είναι υστερικά αναχρονιστικοί. Βασιλεία δεν έχουμε. Αλλά έχουμε κατά φαντασίαν αντιβασιλικούς. Πράγμα όχι σπάνιο. Είχαμε αντιφασίστες χωρίς φασισμό. Αντινεοφιλελεύθερους χωρίς νεοφιλελευθερισμό. Και, εσχάτως, αντιγουοκιστές χωρίς γουοκισμό.

