Το έγκλημα δεν ήταν κοινό. Είχε κάτι από το άρωμα των αρχών του 20ού αιώνα. Ο κουκουλοφόρος με το ποδήλατο που είχε χαράξει στις σφαίρες του μηνύματα εκδίκησης ένιωθε ίσως όπως οι αναρχικοί επαναστάτες του πρώιμου εικοστού αιώνα, πριν από τον μεγάλο πόλεμο.
Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι ο ίδιος κατεχόταν από τον ιδεασμό πως παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια του (σιγά το πρωτότυπο). Το εκπληκτικό είναι ότι έτσι –ως βιτζιλάντε– ήταν έτοιμοι να τον υποδεχθούν χιλιάδες εγκωμιαστές του, προτού καν συστηθούν μαζί του. Προτού μάθουν για το χειρόγραφο μανιφέστο που φυλούσε στην τσέπη του, τον χρόνιο πόνο στη μέση που τον βασάνιζε και που, πιθανώς, τον έφερε από πολύ νέο αντιμέτωπο με το ανεξέλεγκτο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης στις ΗΠΑ.
Είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες αφότου ο 26χρονος Λουίτζι Μαντζιόνε είχε δολοφονήσει τον διευθύνοντα σύμβουλο της UnitedHealthcare Μπράιαν Τόμσον στο Μανχάταν, και τα κοινωνικά δίκτυα είχαν κατακλυστεί από κανιβαλικά σχόλια που πανηγύριζαν τον φόνο. «Υστερα από ενδελεχή εξέταση του αιτήματος που υποβλήθηκε για επείγουσες υπηρεσίες στις 4 Δεκεμβρίου του 2024, το αίτημα απορρίφθηκε επειδή δεν προσκομίστηκε το προσήκον παραστατικό για τη φροντίδα του τραύματος στο στήθος σας».
Ο μαύρος σαρκασμός έδινε πολιτικό νόημα στην εξόντωση του θύματος, πριν αποκαλυφθεί ο θύτης. Παραδόξως, ο δολοφόνος δεν είναι από κάποια ξεχασμένη και φτωχοποιημένη κοινότητα της «σκουριασμένης» αμερικανικής ενδοχώρας. Είναι παιδί της ελίτ – από πολύ πλούσια οικογένεια, υποδειγματικός μαθητής και απόφοιτος Ivy League πανεπιστημίου.
Ορκισμένοι δολοφόνοι, απάνθρωποι εγκωμιαστές και «ασφαλείς» εισπράκτορες.
Προτού επιχειρήσει κανείς να τον ψυχαναλύσει, για να τον αναγάγει στον κοινωνιολογικό τύπο του πρίγκιπα που γίνεται ταξικός αποστάτης, αξίζει να αναρωτηθεί από πού εκπορεύεται το αλληλέγγυο προς το αιματηρό του διάβημα μίσος. Πώς συσσωρεύτηκε τόσο αντικαπιταλιστικό μάγμα στο θυμικό υπέδαφος της Μέκκας του καπιταλισμού;
Σε αυτό το αίσθημα, ότι οι κολοσσοί κάθε σημαντικού κλάδου –ενέργεια, τεχνολογία, φαρμακοβιομηχανία, ασφαλιστικές και, βεβαίως, τράπεζες– έχουν καταφέρει να επιβάλουν ολιγαρχικώς ένα κλειστό σύστημα που εξυπηρετεί μόνο την κερδοφορία τους, οφείλεται έως ένα βαθμό η παλινόρθωση του τραμπισμού. Ο τραμπισμός όμως θα παροξύνει τον θυμό, γιατί τον υποδαυλίζει καταχρηστικά, μόνο για να κυβερνήσει «στο κρεβάτι» με την πλουτοκρατία.
Το ερώτημα είναι αν οι ηγεσίες της υπόλοιπης Δύσης είναι σε θέση να ακούσουν τον θυμό, και όχι απλώς να τον ξορκίσουν ως «λαϊκισμό». Αν είναι σε θέση να εγγυηθούν θεμελιώδη αγαθά –όπως η περίθαλψη– που θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός αγοράς. Και να αποκαταστήσουν την κανονική –ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά– εκεί όπου σήμερα έχει εγκατασταθεί ένα σύστημα «εξασφαλισμένου» κέρδους χωρίς ρίσκο. Μια «εισπρακτορία» κλειδωμένων προμηθειών.

