Απ’ τα σταφύλια του Ζεύξη στην μπανάνα του Κατελάν

Απ’ τα σταφύλια του Ζεύξη στην μπανάνα του Κατελάν

5' 10" χρόνος ανάγνωσης

Ο χρόνος πλήγωσε βαριά την αρχαιοελληνική τέχνη του λόγου. Είτε επειδή οι πάπυροι και οι περγαμηνές δεν άντεξαν στη φθορά είτε επειδή, εκτός από τους συντηρητές και τη σωστική δουλειά τους, στην Ιστορία υπάρχουν πάντα και οι συντηρητικές ή αντιδραστικές δυνάμεις. Οι πρόθυμες να καταστρέψουν σκίζοντας ή καίγοντας ό,τι δεν συμφωνεί με τα σιδερένια δόγματά τους, θρησκευτικά και πολιτικά. Εκατοντάδες λογοτεχνικά έργα χάθηκαν. Και εκατοντάδες ονόματα είναι γνωστά μόνο από τις φιλολογικές πηγές, αφού δεν σώθηκε ούτε μισός στίχος τους.

Βαρύτατα πληγώθηκε και η αρχαιοελληνική ζωγραφική. Για την προϊστορική διαθέτουμε τις τοιχογραφίες των μινωικών ανακτόρων και τις παραστάσεις στις κατάγραφες οικίες της Σαντορίνης. Για να ανασχηματίσουμε την εικόνα της ζωγραφικής των κλασικών χρόνων βασιζόμαστε στην αγγειογραφία, σε λιγοστά ευρήματα σε υπόγειους τάφους της Μακεδονίας και σε πληροφορίες διάσπαρτες σε ελληνικά και ρωμαϊκά συγγράμματα. Για παράδειγμα, στο έργο «Εικόνες» του Λήμνιου σοφιστή Φιλόστρατου. Δυστυχώς, δεν έχουν σωθεί ξύλινοι φορητοί πίνακες παραστατικής ζωγραφικής, από τους πάμπολλους που στόλιζαν τις πόλεις, τον κύριο, αν όχι τον μόνο εργοδότη των ζωγράφων έως τα μεγαλεξανδρινά χρόνια, οπότε εμφανίστηκαν οι ιδιώτες παραγγελιοδότες και συλλέκτες.

Το πρόσφατο οικονομικοκαλλιτεχνικό συμβάν ή event, με την μπανάνα-έργο τέχνης των 25 σεντς που μεταπωλήθηκε στην εξευτελιστική τιμή των 6,2 εκατ. δολαρίων, μου έφερε στον νου, για δύο λόγους, έναν από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της αρχαιότητας, τον Ζεύξη (ή Ζεύξιππο). Τον Ηρακλεώτη, όπως αναφέρεται στις πηγές, που όμως δεν προσδιορίζουν σε ποια από τις δέκα Ηράκλειες γεννήθηκε. Οπωρικός ο πρώτος λόγος: Ο Ζεύξις έγινε διάσημος και για την εξαιρετική ικανότητά του να ζωγραφίζει φρούτα, και γενικώς άψυχα αντικείμενα, και να ‘ναι σαν αληθινά.

Ξακουστά έχουν μείνει τα σταφύλια του, απαθανατισμένα και από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος γράφει τα εξής (αντλώ από το έργο του «Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής – 35ο Βιβλίο της “Φυσικής Ιστορίας”», μετάφραση από τα λατινικά Τάσος Ρούσσος – Αλέκος Βλ. Λεβίδης, πρόλογος – σημειώσεις – επιμέλεια ύλης Αλέκος Βλ. Λεβίδης, Aγρα, 1994): «Λέγεται ότι ο Παρράσιος διαγωνίστηκε με τον Ζεύξη, που ζωγράφισε σταφύλια με τόση επιτυχία ώστε τα πουλιά φτερουγούσαν γύρω τους στη σκηνή του θεάτρου. Ο Παρράσιος ζωγράφισε ένα παραπέτασμα τόσο αληθοφανές ώστε ο Ζεύξις, γεμάτος περηφάνια για την κρίση των πουλιών, απαίτησε να μετακινήσουν το παραπέτασμα για να φανεί η ζωγραφιά (του αντιπάλου του) κι ύστερα, όταν κατάλαβε το λάθος του, με ειλικρινή σεμνότητα του παραχώρησε το βραβείο, λέγοντας πως αν εκείνος ξεγέλασε τα πουλιά, ο Παρράσιος κατόρθωσε να ξεγελάσει τον ίδιο, που ήταν και τεχνίτης».

«Λένε επίσης», συνεχίζει ο Πλίνιος, «ότι ο Ζεύξις ζωγράφισε μετά ένα παιδί που κουβαλούσε σταφύλια». Και ήταν τόσο ίδια με το φυσικό πρωτότυπο τα σταφύλια, που τα πουλιά έσπευσαν να τσιμπολογήσουν. Και θύμωσε τότε ο Ζεύξις. Αν, όπως εξήγησε, είχε παραστήσει και το παιδί τέλειο, τα πουλιά δεν θα πλησίαζαν. Θα τα συγκρατούσε ο φόβος.

Θα μπορούσε να δοθεί και σαν θέμα σε κάποια σχολή ρητορικής ή δικηγορικής: «Είναι ή δεν είναι έργο τέχνης η επικολλημένη μπανάνα; Λέει κάτι ή δεν λέει;».

Ο Ιταλός εικαστικός καλλιτέχνης Μαουρίτσιο Κατελάν, φημισμένος εικονοκλάστης ή συστηματίας (κατά το επαγγελματίας) της πρόκλησης, έλυσε το πρόβλημα της αληθοφάνειας μ’ έναν τρόπο σαν του Μεγαλέξανδρου με τον γόρδιο δεσμό. Για να δείξει λέει πού οδηγεί η υπερβολή και το δήθεν, έβαλε στο κάδρο του την ίδια την μπανάνα, κολλημένη με χαρτοταινία. Τι αληθοφανέστερο; Αλλωστε από τα χρόνια του Ζεύξη μέχρι σήμερα έχει τρέξει άφθονο νερό στην κοίτη της ζωγραφικής, της τέχνης γενικότερα. Με δεκάδες -ισμούς μέσα του, τωόντι ανατρεπτικούς, ανατρεπτικοφανείς, διαυγείς, θολούς, σοβαρούς, ευτράπελους, γνήσιους, απομιμητικούς κτλ. Πιθανότατα τις περισσότερες απομιμητικές αναπαραγωγές τις υπέστη ο ντανταϊσμός, με την πρόκληση να καταντάει κερδώος αυτοσκοπός. Η «Κρήνη», το πορσελάνινο ουρητήριο που εξέθεσε σαν readymade γλυπτό ο Μαρσέλ Ντυσάν στη Νέα Υόρκη, το 1917, ακόμα στοιχειώνει τα όνειρα των πεπεισμένων πως η επιλογή και μόνον ενός ταπεινού αντικειμένου από κάποιον καλλιτέχνη και η επ’ αυτού υπογραφή του αρκεί για να το καταστήσει έργο τέχνης.

Ο δεύτερος λόγος που θυμήθηκα τον Ζεύξη είναι οικονομικός: Ο ζωγράφος μας ήταν φιλοχρήματος ή, τουλάχιστον, έτσι τον παραδίδουν κάποια αρχαία ανέκδοτα, αμφισβητούμενης ιστορικότητας. Ενα από τα έργα του ήταν η γυμνή «Ελένη», που τη ζωγράφισε αφού πρώτα οι Κροτωνιάτες συμφώνησαν να δει τα κορίτσια τους γυμνά, σαν μοντέλα. Με τον πίνακα αυτόν, λέει ο Αιλιανός στην «Ποικίλη ιστορία» του, ο Ζεύξις κέρδισε πολλά χρήματα. Οποιος ήθελε να δει το «γράμμα» ή τη «γραφή» (έτσι στο πρωτότυπο), έπρεπε να πληρώσει τον ζωγράφο. Γι’ αυτό και «εκάλουν οι τότε Ελληνες εκείνην την Ελένην εταίραν». Κατά τον Πλίνιο μάλιστα, ο Ζεύξις «απέκτησε τόσα πλούτη που έκανε επίδειξη στην Ολυμπία δείχνοντας τ’ όνομά του κεντημένο με χρυσά γράμματα ανάμεσα στους μαιάνδρους του ιματίου του».

Από τα σταφύλια στην μπανάνα, λοιπόν. Στο έργο «Comedian» του Κατελάν. Το 2019 πωλήθηκε έναντι 120.000 δολαρίων (τότε κάποιος είχε φάει την μπανάνα, ενοχλημένος από την εκκωφαντικά κούφια πρόκληση ή για να κερδίσει 15 λεπτά ινσταγκραμικής δημοσιότητας) και προ ημερών μεταπωλήθηκε από τον οίκο Sotheby’s, στη Νέα Υόρκη, σε ιλιγγιώδη τιμή. Αγοραστής της, αγοραστής μιας ιδέας, δηλαδή, ή ενός κεφαλαίου της μοντέρνας τέχνης (ή μήπως μιας απλής υποσημείωσής της;) ο Κινεζοαμερικανός Τζάστιν Σαν, μεγιστάνας των κρυπτονομισμάτων.

Θα μπορούσε να δοθεί και σαν θέμα σε κάποια σχολή ρητορικής ή δικηγορικής: «Είναι ή δεν είναι έργο τέχνης η επικολλημένη μπανάνα; Λέει κάτι ή δεν λέει;». Πολλά λέει, ή τέλος πάντων πολλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λέει, παίζοντας με τις λέξεις, όπως ο Γοργίας ο Λεοντίνος μια φορά κι έναν καιρό, που συνέγραψε το «Ελένης εγκώμιον» για να πάει κόντρα στην καταδικαστική παράδοση. Η βανανέα λοιπόν υπαινίσσεται, υπονοεί, αλληγορεί. Μιλάει, πρώτον, αντιιμπεριαλιστικά, αφού μας παραπέμπει αμέσως στις διαβόητες μπανανίες. Δεύτερον, μιλάει τη γλώσσα της επιστήμης και όχι των θρησκειών, τη γλώσσα του Δαρβίνου (η μπανάνα είναι αγαπημένη των πιθήκων, εκ των οποίων και καταγόμαστε) και όχι της Βίβλου, γι’ αυτό και δεν επελέγη η έκθεση μήλου (της Εύας) ή σύκου (προς μνείαν του φύλλου συκής ή της καταραμένης άκαρπης συκής).

Τρίτον, μιλάει οικολογικά: Οι μπανανιές, λόγω της υπερθέρμανσης, ακμάζουν πια και στη Μεσόγειο, αύριο και στη Σκανδιναβία. Τέταρτον, μιλάει αντισεξιστικά. Είναι σαν να τρυπάει τις τεράστιες μπανάνες που κουβαλούν στα γήπεδα οι οπαδοί, για να πικάρουν τους αντιπάλους, Πέμπτον, μιλάει αντιρατσιστικά. Οι αγνοί φίλαθλοι συνηθίζουν να πετάνε μπανάνες στους μη λευκούς παίχτες, προ δεκαετίας μάλιστα ο Ντάνι Αλβες της Μπάρτσα τούς τσάκισε τα νεύρα τρώγοντάς την. Και έκτον. Και έβδομον…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT