Μια συζήτηση που κακώς δεν γίνεται

3' 54" χρόνος ανάγνωσης

Ο πρωθυπουργός μπορεί πρόσφατα να βεβαίωσε ότι ο εκλογικός νόμος δεν θα αλλάξει –και προσωπικά δεν έχω λόγο να μην τον πιστέψω– αλλά τα προβλήματα που κάνουν τη συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου απαραίτητη είναι υπαρκτά και αναζητούν λύση. Δεν εννοώ βέβαια ως «πρόβλημα» την επιθυμία όλων των κυβερνήσεων κάθε φορά να έχουν έναν εκλογικό νόμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, αλλά την ανάγκη της ίδιας της χώρας να διαθέτει έναν τέτοιο, κατά προτίμηση μόνιμο, νόμο που να εξασφαλίζει τις δύο βασικές προϋποθέσεις κάθε σωστής δημοκρατίας: την πολιτική εκπροσώπηση του συνόλου της κοινωνίας στη Βουλή και την κυβερνητική σταθερότητα. Η πρώτη προϋπόθεση συνδέεται με τον βαθμό αναλογικότητας του εκλογικού νόμου, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση συνδέεται κυρίως με τον βαθμό κερματισμού του κομματικού συστήματος. Η δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι αντιστρόφως ανάλογες: Οσο αναλογικότερος είναι ο νόμος, τόσο αυξάνεται ο κερματισμός. Και όσο αυξάνεται ο κερματισμός, τόσο μειώνεται η δυνατότητα κυβερνητικής σταθερότητας. Εχουμε, επομένως, δύο ερωτήματα: Ποιος είναι ο επιθυμητός βαθμός αναλογικότητας έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ικανοποιητικά η κοινωνική εκπροσώπηση και ο πολιτικός πλουραλισμός; Και: Πόσο ανεκτικοί πρέπει να είμαστε στον κατακερματισμό του κομματικού συστήματος έτσι ώστε να μην κινδυνεύει η πολιτική σταθερότητα;

Ως προς το πρώτο ερώτημα, τα αναλογικά εκλογικά συστήματα είναι προτιμότερα σε χώρες με ιστορικά βαθιές εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και άλλες διαιρέσεις, αφού αυτά διασφαλίζουν την πολιτική εκπροσώπηση κοινωνικών μειονοτήτων. Ενα καλό δείγμα τέτοιων συστημάτων απαντά σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία, όπου, εξαιτίας της σημαντικής κοινωνικής ετερογένειας σε αυτές, οι εκλογικές τους νομοθεσίες επιτρέπουν την ανάπτυξη πολλών μικρών κομμάτων που εκπροσωπούν διακριτές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, όταν το κυρίως ζητούμενο είναι η κυβερνησιμότητα, η ανοχή προς την τάση θρυμματισμού του κομματικού συστήματος πρέπει να είναι ελάχιστη. Δείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση της Ιταλίας που μεταξύ 1945 και 1994 είχε 52 διαφορετικές κυβερνήσεις, με μέσο όρο διάρκειας λιγότερο του ενός έτους. Κάθε κυβέρνηση ήταν ένας πολύπλοκος συνασπισμός πολλών μικρών κομμάτων, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη τη συνεπή χάραξη εθνικής πολιτικής. Ενας επιπλέον λόγος που συνηγορεί εναντίον του κατακερματισμού είναι ότι αυτός ευνοεί την ανάπτυξη αντισυστημικών –και συχνά αντιδημοκρατικών– κομμάτων που, ενίοτε, έχουν επικίνδυνες παρενέργειας στην υγεία του κοινοβουλευτισμού.

Το παράδοξο της χώρας μας είναι ότι, ενώ το εκλογικό σύστημα πριμοδοτεί τα μεγαλύτερα κόμματα, το κομματικό σύστημα παρουσιάζει υπερβολικό κερματισμό, ήδη από το 2012. Σήμερα, η Βουλή έχει εννέα κόμματα (και 23 ανεξάρτητους βουλευτές), τέσσερα από τα οποία στις τελευταίες εκλογές είχαν ποσοστό ψήφων κάτω του 5%. Πράγματι, ο σημερινός αριθμός των κομμάτων υπερβαίνει κατά πολύ τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές διαφορές που αυτά καλούνται να εκπροσωπήσουν. Τι είδους διαφορές αντιπροσωπεύουν, άραγε, όλα τα μικρο-κόμματα που προέκυψαν από αλλεπάλληλες διασπάσεις στον αριστερό χώρο και, αντίστοιχα, ποιες διαφορές αντιπροσωπεύουν τα μικρο-κόμματα του ακροδεξιού χώρου; Είναι δεδομένο ότι στη δημοκρατία όλες οι φωνές πρέπει να ακούγονται. Εάν όμως αυτές οι φωνές είναι τόσο πολλές και προέρχονται από ηγέτες με αποκλειστικά προσωπικές φιλοδοξίες, η ποιότητα της δημοκρατίας υποβαθμίζεται. Εάν δε αυτές οι φωνές προέρχονται από τα άκρα, τότε η δημοκρατία κινδυνεύει και οφείλει να καταστεί μάχιμη.

Είναι ανάγκη της ίδιας της χώρας να διαθέτει έναν, κατά προτίμηση μόνιμο, εκλογικό νόμο που να εξασφαλίζει την πολιτική εκπρο- σώπηση του συνόλου της κοινωνίας στη Βουλή και την κυβερνητική σταθερότητα.

Το θέμα, λοιπόν, της δημόσιας συζήτησης που χρειάζεται να γίνει είναι κατά πόσον, εφόσον φυσικά διασφαλίζεται ο δημοκρατικός πλουραλισμός, θα μπορούσε να αυξηθεί η δυνατότητα πολιτικής σταθερότητας μέσω ενός συστήματος λιγότερων κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Πώς, με άλλα λόγια, θα αποθαρρυνθεί η είσοδος στη Βουλή ευκαιριακών κομμάτων που δεν εκπροσωπούν διακριτά κοινωνικά ή πολιτικά και ιδεολογικά αιτήματα, εκτός μόνον από τις προσωπικές φιλοδοξίες των αρχηγών τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε τρεις θετικές συνέπειες. Πρώτον, θα αναβάθμιζε σημαντικά την κοινοβουλευτική και νομοθετική διαδικασία, αφού θα την έκανε απλούστερη, γρηγορότερη, αποτελεσματικότερη. Δεύτερον, θα ύψωνε έναν σημαντικό φραγμό στην άνοδο αντιδημοκρατικών δυνάμεων στα άκρα του κομματικού συστήματος, όπως και σε αυτοσχέδιους ηγέτες με τυχοδιωκτικές προθέσεις. Και, τέλος, η μείωση του σημερινού αριθμού των κομμάτων θα ισχυροποιούσε, εκτός από το πρώτο κόμμα, και άλλα κόμματα μεσαίου μεγέθους, επιτρέποντάς τους να λειτουργούν συγκροτημένα ως δυνητικές κυβερνητικές δυνάμεις.

Απορρίπτοντας την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ο πρωθυπουργός αντιστέκεται στην τάση πολλών από τους προκατόχους του να τον αλλάζουν κατά την πολιτική συγκυρία προς όφελος των κομμάτων τους – κάτι αξιοπρόσεκτο όσο και αξιέπαινο. Ωστόσο, εδώ ανακύπτει μια ευκαιρία για τα μείζονα κόμματα της αντιπολίτευσης, δηλαδή, να ανοίξουν αυτά τα ίδια τη συζήτηση για τον αχρείαστο κατακερματισμό του κομματικού και πολιτικού μας συστήματος, αναζητώντας τρόπο καταπολέμησής του. Εξάλλου, πλησιάζει και η άλλη μεγάλη σχετική συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Παράδοξη χώρα».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT