Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας αποτέλεσε την αφορμή πολιτικών εξελίξεων.
Η εκλογή του 1980, με τη μεταπήδηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία, συνοδεύτηκε από ευρεία αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου. Η αμφίπλευρη διεύρυνση της Ν.Δ., που απορρόφησε όλα τα όμορά της κόμματα, σε συνδυασμό με τη δυναμική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, διαμόρφωσε ένα πολιτικό οικοδόμημα που διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια.
Η εκλογή του 1985 και όσα τη συνόδευσαν (παραίτηση Καραμανλή μετά το «άδειασμά» του από τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγχρωμα ψηφοδέλτια, ψήφος Αλευρά κ.λπ.) ήταν το πρελούδιο της πιο πολωτικής και τοξικής εκλογικής αναμέτρησης της Μεταπολίτευσης.
Η προεδρική εκλογή του 1990 χρησιμοποιήθηκε από τη Ν.Δ. ως αφορμή για να προκαλέσει ξανά εκλογές τερματίζοντας μια περίοδο παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας, αλλά και για να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας της αρεσκείας της.
Η προεδρική εκλογή του 1995 εγκαινίασε μια περίοδο «πολιτικής αβρότητας» γύρω από τον θεσμό, με το κόμμα που κυβερνά να προτείνει πρόεδρο από την αντίπαλη παράταξη. Ξεκίνησε ως ανάγκη που έγινε φιλοτιμία προκειμένου να συναινέσει η Πολιτική Ανοιξη στην εκλογή του Κωστή Στεφανόπουλου και εξελίχθηκε σε μια πολιτική παράδοση 30 ετών.
Στην προεδρική εκλογή του 2000, η πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη να προτείνει κάποιους μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του την επανεκλογή του Κωστή Στεφανόπουλου, σε συνδυασμό με την κάπως αμήχανη αρχικά στάση της Ν.Δ., θεωρήθηκε μια από τις κινήσεις (όχι η μόνη φυσικά) που τον βοήθησαν να αντιστρέψει το κλίμα μετά την ήττα του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές του 1999 και να κερδίσει τις εκλογές του 2000. Το 2005 ο Κώστας Καραμανλής συνέχισε και ουσιαστικά εδραίωσε τη «συναινετική» πολιτική παράδοση προτείνοντας την εκλογή του Κάρολου Παπούλια.
Το καλοκαίρι του 2009, η δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου ότι δεν θα συναινέσει στην εκλογή Προέδρου τον Φεβρουάριο του 2010, για να προκαλέσει εκλογές, δημιούργησε (σε συνθήκες οικονομικής πίεσης) μια ντε φάκτο πολιτική αβεβαιότητα, η οποία δρομολόγησε πολιτικές εξελίξεις, με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες από τον Κώστα Καραμανλή.
Η «συναινετική» επιλογή δείχνει στρατηγική και θεσμική συνέπεια. Η «παραταξιακή» δίνει στην κυβέρνηση ηρεμία και χρόνο να διαχειριστεί τα μείζονα θέματα.
Ενώ στα τέλη του 2014 η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας οδήγησε στην πρόωρη πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, δρομολογώντας τις εκλογές που τελικώς κέρδισε.
Η συνταγματική αλλαγή του 2019, διά της οποίας (πολύ σωστά) αποσυνδέθηκε η διάλυση της Βουλής από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε αυτή να μην εργαλειοποιείται και να μην προκαλείται πολιτική αστάθεια, απομειώνει πλέον τον ρόλο της ως μείζονος πολιτικού οροσήμου. Δεν παύει όμως η όλη διαδικασία να έχει στρατηγική σημασία.
Η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να προτείνει το 2020 την κ. Σακελλαροπούλου, πέραν του όποιου συμβολισμού με την ανάδειξη της πρώτης γυναίκας στο ύπατο αξίωμα, είχε και μια σαφή στρατηγική στόχευση: να δείξει ότι η χώρα, μετά μια δύσκολη δεκαετία, έμπαινε σε μια νέα εποχή της οποίας ο ίδιος ήταν ο βασικός διαμορφωτής. Επέλεξε συνεπώς ένα πρόσωπο χωρίς φθορά και χωρίς πολιτικές – κομματικές φορτίσεις, ακριβώς για να σηματοδοτήσει αυτή τη μετάβαση.
Σήμερα ο πρωθυπουργός έχει περισσότερα στρατηγικά διλήμματα να διαχειριστεί. Τα πρόσωπα καθαυτά σε σχέση με τον θεσμό. Τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του και το πώς δεν θα διαταράξει τη σχέση του με κρίσιμα εκλογικά κοινά. Τη συνοχή της παράταξής του και την κυβερνητική σταθερότητα σε μια περίοδο που η Ν.Δ. είναι μεν πρώτη δύναμη, αλλά με την εικόνα της να έχει καταφανώς θαμπώσει. Η εξίσωση δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς κάθε επιλογή έχει θετικές πτυχές αλλά κρύβει και κινδύνους.
Με δεδομένο ότι και η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα κριθεί –όχι σε αποκλειστικό, αλλά σε σημαντικό βαθμό– στον χώρο των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «κεντρώων» ψηφοφόρων, μια επιλογή που θα ενοχλούσε το συγκεκριμένο κοινό κρύβει εκλογικούς κινδύνους. Από την άλλη, μια νέα υποψηφιότητα της κ. Σακελλαροπούλου ή μια επιλογή υποψηφίου από την ευρύτερη Κεντροαριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή διαφοροποίησης ομάδας βουλευτών και αυτό να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για την κυβερνητική πλειοψηφία. Ενδεχόμενο που γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο στη διαχείρισή του, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ως βουλευτής είχε διαφοροποιηθεί από την κομματική γραμμή όταν το 2015 δεν ψήφισε τον κ. Παυλόπουλο.
Η μία επιλογή μπορεί να δυσαρεστήσει ένα μέρος του κομματικού ακροατηρίου σε μια περίοδο αρκετά «πονηρή» τόσο εσωκομματικά όσο και ευρύτερα, καθώς η Ν.Δ. δείχνει να πιέζεται από κόμματα στα δεξιά της. Η άλλη κρύβει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί πολιτικά «εσωστρεφής» και να αποξενώσει τον πρωθυπουργό από ένα κρίσιμο εκλογικό ακροατήριο με το οποίο ο ίδιος έχει χτίσει προνομιακές σχέσεις. Η «συναινετική» επιλογή δείχνει στρατηγική και θεσμική συνέπεια. Η «παραταξιακή» δίνει στην κυβέρνηση ηρεμία και χρόνο να διαχειριστεί τα μείζονα θέματα.
Τα παλαιότερα δημοσιογραφικά κλισέ περιέγραφαν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ως «σκόπελο» για την εκάστοτε κυβέρνηση. Μετά τη αλλαγή του Συντάγματος, ο σκόπελος έγινε ύφαλος. Ο κίνδυνος δεν είναι πλέον ορατός, αλλά δεν παύει να υπάρχει.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

